Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
πο-λε-μά-ω
Μορφολογία
πολεμάω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πολεμώ & πολεμάω προφ. | πολεμάμε & πολεμούμε |
Β | πολεμάς | πολεμάτε |
Γ | πολεμά & πολεμάει προφ. | πολεμούν & πολεμάν προφ. & πολεμάνε προφ. & πολεμούνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | πολέμα προφ. & πολέμαγε προφ. | πολεμάτε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | πολεμώντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πολέμησα | πολεμήσαμε |
Β | πολέμησες | πολεμήσατε |
Γ | πολέμησε | πολέμησαν & πολεμήσαν προφ. & πολεμήσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πολεμήσω | πολεμήσουμε & πολεμήσομε διαλ. |
Β | πολεμήσεις | πολεμήσετε |
Γ | πολεμήσει | πολεμήσουν & πολεμήσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | πολέμησε & πολέμα προφ. | πολεμήσετε & πολεμήστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | πολεμήσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πολεμούσα & πολέμαγα προφ. | πολεμούσαμε & πολεμάγαμε προφ. |
Β | πολεμούσες & πολέμαγες προφ. | πολεμούσατε & πολεμάγατε προφ. |
Γ | πολεμούσε & πολέμαγε προφ. | πολεμούσαν & πολέμαγαν προφ. & πολεμάγαν προφ. & πολεμάγανε προφ. & πολεμούσανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πολεμιέμαι & πολεμώμαι | πολεμιόμαστε & πολεμώμεθα λόγ. & πολεμόμαστε προφ. |
Β | πολεμάσαι & πολεμιέσαι | πολεμιέστε & πολεμάσθε λόγ. & πολεμάστε προφ. & πολεμιόσαστε προφ. |
Γ | πολεμάται & πολεμιέται | πολεμιούνται & πολεμώνται & πολεμιόνται προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | πολεμιέστε & πολεμάσθε λόγ. & πολεμάστε προφ. |
|
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πολεμήθηκα | πολεμηθήκαμε |
Β | πολεμήθηκες | πολεμηθήκατε |
Γ | πολεμήθηκε | πολεμήθηκαν & πολεμηθήκαν προφ. & πολεμηθήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πολεμηθώ | πολεμηθούμε |
Β | πολεμηθείς | πολεμηθείτε |
Γ | πολεμηθεί | πολεμηθούν & πολεμηθούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | πολεμήσου | πολεμηθείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | πολεμηθεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πολεμιόμουν & πολεμιόμουνα προφ. | πολεμιόμασταν & πολεμιόμαστε |
Β | πολεμιόσουν & πολεμιόσουνα προφ. | πολεμιόσασταν & πολεμιόσαστε προφ. |
Γ | πολεμιόταν & πολεμάτο λόγ. & πολεμιότανε προφ. | πολεμιούνταν & πολεμιόνταν & πολεμώντο λόγ. & πολεμιόντανε προφ. & πολεμιόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | πολεμημένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
πολεμάω ρήμ.
- Σ: αντιμάχομαι
- Σ: μάχομαι1: Πολεμάει το φασισμό.
- Σ: μοχθώ, πασχίζω, κοπιάζω: Πολεμάει να απαλλαγεί απ' αυτόν.
3 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.