Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
ψυ-χω-μέ-νος
Μορφολογία
ψυχωμένος επίθ.
Αρσενικό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | ψυχωμένος | οι | ψυχωμένοι |
Γενική | του | ψυχωμένου | των | ψυχωμένων |
Αιτιατική | τον | ψυχωμένο | τους | ψυχωμένους |
Κλητική | | ψυχωμένε | | ψυχωμένοι |
|
Θηλυκό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | η | ψυχωμένη | οι | ψυχωμένες |
Γενική | της | ψυχωμένης | των | ψυχωμένων |
Αιτιατική | την | ψυχωμένη | τις | ψυχωμένες |
Κλητική | | ψυχωμένη | | ψυχωμένες |
|
Ουδέτερο |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | το | ψυχωμένο | τα | ψυχωμένα |
Γενική | του | ψυχωμένου | των | ψυχωμένων |
Αιτιατική | το | ψυχωμένο | τα | ψυχωμένα |
Κλητική | | ψυχωμένο | | ψυχωμένα |
|
ψυχώνω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ψυχώνω | ψυχώνουμε & ψυχώνομε διαλ. |
Β | ψυχώνεις | ψυχώνετε |
Γ | ψυχώνει | ψυχώνουν & ψυχώνουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | ψύχωνε | ψυχώνετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | ψυχώνοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ψύχωσα | ψυχώσαμε |
Β | ψύχωσες | ψυχώσατε |
Γ | ψύχωσε | ψύχωσαν & ψυχώσαν προφ. & ψυχώσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ψυχώσω | ψυχώσουμε & ψυχώσομε διαλ. |
Β | ψυχώσεις | ψυχώσετε |
Γ | ψυχώσει | ψυχώσουν & ψυχώσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | ψύχωσε | ψυχώστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | ψυχώσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ψύχωνα | ψυχώναμε |
Β | ψύχωνες | ψυχώνατε |
Γ | ψύχωνε | ψύχωναν & ψυχώναν προφ. & ψυχώνανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ψυχώνομαι | ψυχωνόμαστε |
Β | ψυχώνεσαι | ψυχώνεστε & ψυχωνόσαστε προφ. |
Γ | ψυχώνεται | ψυχώνονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
|
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ψυχώθηκα | ψυχωθήκαμε |
Β | ψυχώθηκες | ψυχωθήκατε |
Γ | ψυχώθηκε | ψυχώθηκαν & ψυχωθήκαν προφ. & ψυχωθήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ψυχωθώ | ψυχωθούμε |
Β | ψυχωθείς | ψυχωθείτε |
Γ | ψυχωθεί | ψυχωθούν & ψυχωθούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | ψυχώσου | ψυχωθείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | ψυχωθεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ψυχωνόμουν & ψυχωνόμουνα προφ. | ψυχωνόμασταν & ψυχωνόμαστε |
Β | ψυχωνόσουν & ψυχωνόσουνα προφ. | ψυχωνόσασταν & ψυχωνόσαστε προφ. |
Γ | ψυχωνόταν & ψυχωνότανε προφ. | ψυχώνονταν & ψυχωνόντανε προφ. & ψυχωνόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | ψυχωμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
ψυχωμένος επίθ.
Σ: γενναιόψυχος, ανδρείος, γενναίος1, θαρραλέος Α: λιπόψυχος, δειλός1
5 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.