Λεξισκόπιο: ψυχορραγώ

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ψυ-χορ-ρα-γώ

Μορφολογία

ψυχορραγώ ρήμ. μόνο ενεργητική

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αψυχορραγώψυχορραγούμε
Βψυχορραγείςψυχορραγείτε
Γψυχορραγείψυχορραγούν & ψυχορραγούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βψυχορραγείτε
Ενεστώτας-Μετοχήψυχορραγώντας
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αψυχορραγούσαψυχορραγούσαμε
Βψυχορραγούσεςψυχορραγούσατε
Γψυχορραγούσεψυχορραγούσαν & ψυχορραγούσανε προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

ψυχορραγώ ρήμ.

Σψυχομαχάω προφ., χαροπαλεύω προφ., πνέω τα λοίσθια λόγ.

Προθήματα - Επιθήματα

ψυχο- [psixo]

ψυχό- [psixó] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
ψυχ- [psix] ή [psix̃] πριν από φωνήεν

Προέρχεται από το ουσιαστικό ψυχή.

1. Αναφορά στην ψυχή

Το ψυχο- σχηματίζει λέξεις που αναφέρονται στην κατάσταση ή στις ικανότητες της ανθρώπινης ψυχής και του πνεύματος. Για παράδειγμα, ο ψυχίατρος είναι ο ειδικός γιατρός που ασχολείται με τις ψυχικές ασθένειες· η ψυχαγωγία είναι η ενασχόληση με δραστηριότητες που προκαλούν ψυχική και πνευματική ευχαρίστηση.

ψυχαγωγία

ψυχαγωγικός, -ή, -ό

ψυχαγωγώ

ψυχαγωγός

ψυχογενετικός, -ή, -ό

ψυχολογώ

ψυχανάλυση

ψυχογενής, -ής, -ές

ψυχοπλακώνω

ψυχασθένεια

ψυχοκινητικός, -ή, -ό

ψυχασθενής

ψυχολογικός, -ή, -ό

ψυχίατρος

ψυχομετρικός, -ή, -ό

ψυχοθεραπεία

ψυχοπαθής, -ής, -ές

ψυχολογία

ψυχοπαιδαγωγικός, -ή, -ό

ψυχολόγος

ψυχοσωματικός, -ή, -ό

ψυχοπάθεια

ψυχοφθόρος, -α, -ο

ψυχοπαθολογία

ψυχωφελής, -ής, -ές

ψυχοσύνθεση

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ

Ορισμένες λέξεις με το ψυχο- αναφέρονται στο θάνατο και στην ψυχή των νεκρών. Για παράδειγμα, λέμε ότι κάποιος ψυχορραγεί όταν βρίσκεται στις τελευταίες στιγμές της ζωής του, πεθαίνει· για τους ορθόδοξους χριστιανούς το Ψυχοσάββατο είναι η μέρα όπου μνημονεύουν τους νεκρούς.

ψυχοβγάλτης

ψυχομαχάω/-ώ

ψυχομαχητό

ψυχορραγώ

Ψυχοσάββατο

Στον καθημερινό λόγο, με το ψυχο- αποδίδεται η έννοια του θετού γονιού και του θετού παιδιού.

ψυχογιός, ψυχοκόρη, ψυχομάνα, ψυχοπαίδι, ψυχοπατέρας

-ρραγ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -ρραγ- δηλώνουν παθολογική κατάσταση που εκδηλώνεται με αιμορραγία κάποιου οργάνου ή μέλους του σώματος.Το συστατικό -ρραγ- προέρχεται από το αρχαίο ρήμα ρήγνυμι (= κομματιάζω). Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-ρραγώ [raγó] (σπάνια χρήση)

Για παράδειγμα, όταν αιμορραγούμε παθαίνουμε αιμορραγία, χάνουμε αίμα από κάποιο μέρος του σώματός μας.

αιμορραγώ, ψυχορραγώ

Ουσιαστικά

-ρραγία [rajía]

(ιατρ.) Για παράδειγμα, η γαστρορραγία είναι η εσωτερική αιμορραγία στην περιοχή της κοιλιάς, ενώ η ρινορραγία η αιμορραγία από τη μύτη.

αιμορραγία, γαστρορραγία, εμμηνορραγία, μητρορραγία, πνευμονορραγία, ρινορραγία, ωτορραγία

Επίθετα

-ρραγικός [rajikós], -ρραγική, -ρραγικό (σπάνια χρήση)

(ιατρ.) Για παράδειγμα, το γαστρορραγικό έλκος συνδέεται με τη γαστρορραγία.

αιμορραγικός, γαστρορραγικός

7 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.