Λεξισκόπιο: ψαρώνω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ψα-ρώ-νω

Μορφολογία

ψαρώνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αψαρώνωψαρώνουμε & ψαρώνομε διαλ.
Βψαρώνειςψαρώνετε
Γψαρώνειψαρώνουν & ψαρώνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βψάρωνεψαρώνετε
Ενεστώτας-Μετοχήψαρώνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αψάρωσαψαρώσαμε
Βψάρωσεςψαρώσατε
Γψάρωσεψάρωσαν & ψαρώσαν προφ. & ψαρώσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αψαρώσωψαρώσουμε & ψαρώσομε διαλ.
Βψαρώσειςψαρώσετε
Γψαρώσειψαρώσουν & ψαρώσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βψάρωσεψαρώστε
Αόριστος-Απαρέμφατοψαρώσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αψάρωναψαρώναμε
Βψάρωνεςψαρώνατε
Γψάρωνεψάρωναν & ψαρώναν προφ. & ψαρώνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αψαρώνομαιψαρωνόμαστε
Βψαρώνεσαιψαρώνεστε & ψαρωνόσαστε προφ.
Γψαρώνεταιψαρώνονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βψαρώνεστε
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αψαρωνόμουν & ψαρωνόμουνα προφ. ψαρωνόμασταν & ψαρωνόμαστε
Βψαρωνόσουν & ψαρωνόσουνα προφ. ψαρωνόσασταν & ψαρωνόσαστε προφ.
Γψαρωνόταν & ψαρωνότανε προφ. ψαρώνονταν & ψαρωνόντανε προφ. & ψαρωνόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήψαρωμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

ψαρώνω ρήμ. προφ.

  1. Σφοβίζω2, πτοώ λόγ.: Μην προσπαθείς να με ψαρώσεις.
  2. Σσαστίζω, κομπλάρω προφ., τα χάνω Αξεψαρώνω προφ.

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.