Λεξισκόπιο: χορεύω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

χο-ρεύ-ω

Μορφολογία

χορεύω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αχορεύωχορεύουμε & χορεύομε διαλ.
Βχορεύειςχορεύετε
Γχορεύειχορεύουν & χορεύουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βχόρευεχορεύετε
Ενεστώτας-Μετοχήχορεύοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αχόρεψαχορέψαμε
Βχόρεψεςχορέψατε
Γχόρεψεχόρεψαν & χορέψαν προφ. & χορέψανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αχορέψωχορέψουμε & χορέψομε διαλ.
Βχορέψειςχορέψετε
Γχορέψειχορέψουν & χορέψουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βχόρεψεχορέψτε & χορεύτε
Αόριστος-Απαρέμφατοχορέψει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αχόρευαχορεύαμε
Βχόρευεςχορεύατε
Γχόρευεχόρευαν & χορεύαν προφ. & χορεύανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αχορεύομαιχορευόμαστε
Βχορεύεσαιχορεύεστε & χορευόσαστε προφ.
Γχορεύεταιχορεύονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βχορεύεστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αχορεύτηκαχορευτήκαμε
Βχορεύτηκεςχορευτήκατε
Γχορεύτηκεχορεύτηκαν & χορευτήκαν προφ. & χορευτήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αχορευτώχορευτούμε
Βχορευτείςχορευτείτε
Γχορευτείχορευτούν & χορευτούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βχορέψουχορευτείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοχορευτεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αχορευόμουν & χορευόμουνα προφ. χορευόμασταν & χορευόμαστε
Βχορευόσουν & χορευόσουνα προφ. χορευόσασταν & χορευόσαστε προφ.
Γχορευόταν & χορευότανε προφ. χορεύονταν & χορευόντανε προφ. & χορευόντουσαν προφ.

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.