Λεξισκόπιο: χαϊδεύομαι

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

χαϊ-δεύ-ο-μαι

Μορφολογία

χαϊδεύω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αχαϊδεύωχαϊδεύουμε & χαϊδεύομε διαλ.
Βχαϊδεύειςχαϊδεύετε
Γχαϊδεύειχαϊδεύουν & χαϊδεύουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βχάιδευεχαϊδεύετε
Ενεστώτας-Μετοχήχαϊδεύοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αχάιδεψαχαϊδέψαμε
Βχάιδεψεςχαϊδέψατε
Γχάιδεψεχάιδεψαν & χαϊδέψαν προφ. & χαϊδέψανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αχαϊδέψωχαϊδέψουμε & χαϊδέψομε διαλ.
Βχαϊδέψειςχαϊδέψετε
Γχαϊδέψειχαϊδέψουν & χαϊδέψουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βχάιδεψεχαϊδέψτε
Αόριστος-Απαρέμφατοχαϊδέψει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αχάιδευαχαϊδεύαμε
Βχάιδευεςχαϊδεύατε
Γχάιδευεχάιδευαν & χαϊδεύαν προφ. & χαϊδεύανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αχαϊδεύομαιχαϊδευόμαστε
Βχαϊδεύεσαιχαϊδεύεστε & χαϊδευόσαστε προφ.
Γχαϊδεύεταιχαϊδεύονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βχαϊδεύεστε
Ενεστώτας-Μετοχήχαϊδευόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αχαϊδεύτηκαχαϊδευτήκαμε
Βχαϊδεύτηκεςχαϊδευτήκατε
Γχαϊδεύτηκεχαϊδεύτηκαν & χαϊδευτήκαν προφ. & χαϊδευτήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αχαϊδευτώχαϊδευτούμε
Βχαϊδευτείςχαϊδευτείτε
Γχαϊδευτείχαϊδευτούν & χαϊδευτούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βχαϊδέψουχαϊδευτείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοχαϊδευτεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αχαϊδευόμουν & χαϊδευόμουνα προφ. χαϊδευόμασταν & χαϊδευόμαστε
Βχαϊδευόσουν & χαϊδευόσουνα προφ. χαϊδευόσασταν & χαϊδευόσαστε προφ.
Γχαϊδευόταν & χαϊδευότανε προφ. χαϊδεύονταν & χαϊδευόντανε προφ. & χαϊδευόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήχαϊδεμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

χαϊδεύω ρήμ.

  1. Σθωπεύω1 λόγ., χαϊδολογάω
  2. Σκανακεύω προφ., καλοπιάνω

χαϊδεύομαι

Σακκίζομαι λόγ., κάνω νάζια


7 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.