Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
φυ-λα-κι-σμέ-νος
Μορφολογία
φυλακίζω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | φυλακίζω | φυλακίζουμε & φυλακίζομε διαλ. |
Β | φυλακίζεις | φυλακίζετε |
Γ | φυλακίζει | φυλακίζουν & φυλακίζουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | φυλάκιζε | φυλακίζετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | φυλακίζοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | φυλάκισα | φυλακίσαμε |
Β | φυλάκισες | φυλακίσατε |
Γ | φυλάκισε | φυλάκισαν & φυλακίσαν προφ. & φυλακίσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | φυλακίσω | φυλακίσουμε & φυλακίσομε διαλ. |
Β | φυλακίσεις | φυλακίσετε |
Γ | φυλακίσει | φυλακίσουν & φυλακίσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | φυλάκισε | φυλακίστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | φυλακίσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | φυλάκιζα | φυλακίζαμε |
Β | φυλάκιζες | φυλακίζατε |
Γ | φυλάκιζε | φυλάκιζαν & φυλακίζαν προφ. & φυλακίζανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | φυλακίζομαι | φυλακιζόμαστε |
Β | φυλακίζεσαι | φυλακίζεστε & φυλακιζόσαστε προφ. |
Γ | φυλακίζεται | φυλακίζονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | φυλακιζόμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | φυλακίστηκα & φυλακίσθηκα λόγ. | φυλακιστήκαμε & φυλακισθήκαμε λόγ. |
Β | φυλακίστηκες & φυλακίσθηκες λόγ. | φυλακιστήκατε & φυλακισθήκατε λόγ. |
Γ | φυλακίστηκε & φυλακίσθηκε λόγ. | φυλακίστηκαν & φυλακίσθηκαν λόγ. & φυλακιστήκαν προφ. & φυλακιστήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | φυλακιστώ & φυλακισθώ λόγ. | φυλακιστούμε & φυλακισθούμε λόγ. |
Β | φυλακιστείς & φυλακισθείς λόγ. | φυλακιστείτε & φυλακισθείτε λόγ. |
Γ | φυλακιστεί & φυλακισθεί λόγ. | φυλακιστούν & φυλακισθούν λόγ. & φυλακισθούνε λόγ. & φυλακιστούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | φυλακίσου | φυλακιστείτε & φυλακισθείτε λόγ. |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | φυλακιστεί & φυλακισθεί λόγ. |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | φυλακιζόμουν & φυλακιζόμουνα προφ. | φυλακιζόμασταν & φυλακιζόμαστε |
Β | φυλακιζόσουν & φυλακιζόσουνα προφ. | φυλακιζόσασταν & φυλακιζόσαστε προφ. |
Γ | φυλακιζόταν & φυλακιζότανε προφ. | φυλακίζονταν & φυλακιζόντανε προφ. & φυλακιζόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | φυλακισμένος |
φυλακισμένος επίθ.
Αρσενικό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | φυλακισμένος | οι | φυλακισμένοι |
Γενική | του | φυλακισμένου | των | φυλακισμένων |
Αιτιατική | το | φυλακισμένο | τους | φυλακισμένους |
Κλητική | | φυλακισμένε | | φυλακισμένοι |
|
Θηλυκό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | η | φυλακισμένη | οι | φυλακισμένες |
Γενική | της | φυλακισμένης | των | φυλακισμένων |
Αιτιατική | τη | φυλακισμένη | τις | φυλακισμένες |
Κλητική | | φυλακισμένη | | φυλακισμένες |
|
Ουδέτερο |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | το | φυλακισμένο | τα | φυλακισμένα |
Γενική | του | φυλακισμένου | των | φυλακισμένων |
Αιτιατική | το | φυλακισμένο | τα | φυλακισμένα |
Κλητική | | φυλακισμένο | | φυλακισμένα |
|
Συνώνυμα - Αντίθετα
φυλακισμένος ουσ.
Σ: κρατούμενος, έγκλειστος1 λόγ., δεσμώτης1, εγκάθειρκτος λόγ.
φυλακίζω ρήμ.
- Σ: βάζω στη φυλακή, κλείνω μέσα Α: αποφυλακίζω
- Σ: κλείνω6, περιορίζω3
7 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.