Λεξισκόπιο: φρέσκος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

φρέ-σκος

Μορφολογία

φρέσκος επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοφρέσκοςοιφρέσκοι
Γενικήτουφρέσκουτωνφρέσκων
Αιτιατικήτοφρέσκοτουςφρέσκους
Κλητική φρέσκε φρέσκοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηφρέσκια προφ. οιφρέσκες
Γενικήτηςφρέσκιας προφ. τωνφρέσκων
Αιτιατικήτηφρέσκια προφ. τιςφρέσκες
Κλητική φρέσκια προφ.  φρέσκες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοφρέσκοταφρέσκα
Γενικήτουφρέσκουτωνφρέσκων
Αιτιατικήτοφρέσκοταφρέσκα
Κλητική φρέσκο φρέσκα

φρεσκότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοφρεσκότεροςοιφρεσκότεροι
Γενικήτουφρεσκότερουτωνφρεσκότερων
Αιτιατικήτοφρεσκότεροτουςφρεσκότερους
Κλητική φρεσκότερε φρεσκότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηφρεσκότερηοιφρεσκότερες
Γενικήτηςφρεσκότερηςτωνφρεσκότερων
Αιτιατικήτηφρεσκότερητιςφρεσκότερες
Κλητική φρεσκότερη φρεσκότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοφρεσκότεροταφρεσκότερα
Γενικήτουφρεσκότερουτωνφρεσκότερων
Αιτιατικήτοφρεσκότεροταφρεσκότερα
Κλητική φρεσκότερο φρεσκότερα

φρεσκότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοφρεσκότατοςοιφρεσκότατοι
Γενικήτουφρεσκότατουτωνφρεσκότατων
Αιτιατικήτοφρεσκότατοτουςφρεσκότατους
Κλητική φρεσκότατε φρεσκότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηφρεσκότατηοιφρεσκότατες
Γενικήτηςφρεσκότατηςτωνφρεσκότατων
Αιτιατικήτηφρεσκότατητιςφρεσκότατες
Κλητική φρεσκότατη φρεσκότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοφρεσκότατοταφρεσκότατα
Γενικήτουφρεσκότατουτωνφρεσκότατων
Αιτιατικήτοφρεσκότατοταφρεσκότατα
Κλητική φρεσκότατο φρεσκότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

φρέσκος επίθ.

  1. Αμπαγιάτικος
  2. Σχλωρός: φρέσκα κρεμμυδάκια Αξερός3
  3. Σδροσερός1: φρέσκος αέρας
  4. Σ: νεανικός: φρέσκια επιδερμίδα
  5. Σευδιάθετος, κεφάτος: Φρέσκο σε βλέπω πρωί πρωί!
  6. Σνέος4, νεόκοπος2: φρέσκος στη δουλειά

7 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.