Λεξισκόπιο: φονικό

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

φο-νι-κό

Μορφολογία

φονικό ουσ. ουδ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοφονικόταφονικά
Γενικήτουφονικούτωνφονικών
Αιτιατικήτοφονικόταφονικά
Κλητική φονικό φονικά

φονικός επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοφονικόςοιφονικοί
Γενικήτουφονικούτωνφονικών
Αιτιατικήτοφονικότουςφονικούς
Κλητική φονικέ φονικοί
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηφονικήοιφονικές
Γενικήτηςφονικήςτωνφονικών
Αιτιατικήτηφονικήτιςφονικές
Κλητική φονική φονικές
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοφονικόταφονικά
Γενικήτουφονικούτωνφονικών
Αιτιατικήτοφονικόταφονικά
Κλητική φονικό φονικά

φονικότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοφονικότεροςοιφονικότεροι
Γενικήτουφονικότερουτωνφονικότερων
Αιτιατικήτοφονικότεροτουςφονικότερους
Κλητική φονικότερε φονικότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηφονικότερηοιφονικότερες
Γενικήτηςφονικότερηςτωνφονικότερων
Αιτιατικήτηφονικότερητιςφονικότερες
Κλητική φονικότερη φονικότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοφονικότεροταφονικότερα
Γενικήτουφονικότερουτωνφονικότερων
Αιτιατικήτοφονικότεροταφονικότερα
Κλητική φονικότερο φονικότερα

φονικότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοφονικότατοςοιφονικότατοι
Γενικήτουφονικότατουτωνφονικότατων
Αιτιατικήτοφονικότατοτουςφονικότατους
Κλητική φονικότατε φονικότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηφονικότατηοιφονικότατες
Γενικήτηςφονικότατηςτωνφονικότατων
Αιτιατικήτηφονικότατητιςφονικότατες
Κλητική φονικότατη φονικότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοφονικότατοταφονικότατα
Γενικήτουφονικότατουτωνφονικότατων
Αιτιατικήτοφονικότατοταφονικότατα
Κλητική φονικότατο φονικότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

φονικό ουσ. προφ.

Σδολοφονία, ανθρωποκτονία, φόνος, σκοτωμός1 προφ., έγκλημα2


φονικός επίθ.

  1. Σδολοφονικός: φονικό όπλο
  2. Σθανάσιμος1, θανατηφόρος

4 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.