Λεξισκόπιο: φλογερός

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

φλο-γε-ρός

Μορφολογία

φλογερός επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοφλογερόςοιφλογεροί
Γενικήτουφλογερούτωνφλογερών
Αιτιατικήτοφλογερότουςφλογερούς
Κλητική φλογερέ φλογεροί
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηφλογερήοιφλογερές
Γενικήτηςφλογερήςτωνφλογερών
Αιτιατικήτηφλογερήτιςφλογερές
Κλητική φλογερή φλογερές
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοφλογερόταφλογερά
Γενικήτουφλογερούτωνφλογερών
Αιτιατικήτοφλογερόταφλογερά
Κλητική φλογερό φλογερά

φλογερότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοφλογερότεροςοιφλογερότεροι
Γενικήτουφλογερότερουτωνφλογερότερων
Αιτιατικήτοφλογερότεροτουςφλογερότερους
Κλητική φλογερότερε φλογερότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηφλογερότερηοιφλογερότερες
Γενικήτηςφλογερότερηςτωνφλογερότερων
Αιτιατικήτηφλογερότερητιςφλογερότερες
Κλητική φλογερότερη φλογερότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοφλογερότεροταφλογερότερα
Γενικήτουφλογερότερουτωνφλογερότερων
Αιτιατικήτοφλογερότεροταφλογερότερα
Κλητική φλογερότερο φλογερότερα

φλογερότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοφλογερότατοςοιφλογερότατοι
Γενικήτουφλογερότατουτωνφλογερότατων
Αιτιατικήτοφλογερότατοτουςφλογερότατους
Κλητική φλογερότατε φλογερότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηφλογερότατηοιφλογερότατες
Γενικήτηςφλογερότατηςτωνφλογερότατων
Αιτιατικήτηφλογερότατητιςφλογερότατες
Κλητική φλογερότατη φλογερότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοφλογερότατοταφλογερότατα
Γενικήτουφλογερότατουτωνφλογερότατων
Αιτιατικήτοφλογερότατοταφλογερότατα
Κλητική φλογερότατο φλογερότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

φλογερός επίθ.

  1. Σδιάπυρος2 λόγ., πύρινος: φλογερά λόγια
  2. Σπαράφορος, παθιασμένος: φλογερός έρωτας

10 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.