Λεξισκόπιο: φανερωμένος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

φα-νε-ρω-μέ-νος

Μορφολογία

φανερωμένος μτχ. παθ. παρακ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοφανερωμένοςοιφανερωμένοι
Γενικήτουφανερωμένουτωνφανερωμένων
Αιτιατικήτοφανερωμένοτουςφανερωμένους
Κλητική φανερωμένε φανερωμένοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηφανερωμένηοιφανερωμένες
Γενικήτηςφανερωμένηςτωνφανερωμένων
Αιτιατικήτηφανερωμένητιςφανερωμένες
Κλητική φανερωμένη φανερωμένες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοφανερωμένοταφανερωμένα
Γενικήτουφανερωμένουτωνφανερωμένων
Αιτιατικήτοφανερωμένοταφανερωμένα
Κλητική φανερωμένο φανερωμένα

φανερώνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αφανερώνωφανερώνουμε & φανερώνομε διαλ.
Βφανερώνειςφανερώνετε
Γφανερώνειφανερώνουν & φανερώνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βφανέρωνεφανερώνετε
Ενεστώτας-Μετοχήφανερώνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αφανέρωσαφανερώσαμε
Βφανέρωσεςφανερώσατε
Γφανέρωσεφανέρωσαν & φανερώσαν προφ. & φανερώσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αφανερώσωφανερώσουμε & φανερώσομε διαλ.
Βφανερώσειςφανερώσετε
Γφανερώσειφανερώσουν & φανερώσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βφανέρωσεφανερώστε
Αόριστος-Απαρέμφατοφανερώσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αφανέρωναφανερώναμε
Βφανέρωνεςφανερώνατε
Γφανέρωνεφανέρωναν & φανερώναν προφ. & φανερώνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αφανερώνομαιφανερωνόμαστε
Βφανερώνεσαιφανερώνεστε & φανερωνόσαστε προφ.
Γφανερώνεταιφανερώνονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βφανερώνεστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αφανερώθηκαφανερωθήκαμε
Βφανερώθηκεςφανερωθήκατε
Γφανερώθηκεφανερώθηκαν & φανερωθήκαν προφ. & φανερωθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αφανερωθώφανερωθούμε
Βφανερωθείςφανερωθείτε
Γφανερωθείφανερωθούν & φανερωθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βφανερώσουφανερωθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοφανερωθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αφανερωνόμουν & φανερωνόμουνα προφ. φανερωνόμασταν & φανερωνόμαστε
Βφανερωνόσουν & φανερωνόσουνα προφ. φανερωνόσασταν & φανερωνόσαστε προφ.
Γφανερωνόταν & φανερωνότανε προφ. φανερώνονταν & φανερωνόντανε προφ. & φανερωνόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήφανερωμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

φανερώνω ρήμ.

  1. Σαποκαλύπτω1, εμφανίζω1: Έβγαλε τη μάσκα και φανέρωσε το πρόσωπό της.
  2. Σδείχνω4, δηλώνω2
  3. Σεκφράζω1, εκδηλώνω, εξωτερικεύω: Φανέρωσε τα συναισθήματά του.
  4. Σομολογώ2, μαρτυράω11: Μη φανερώσεις το μυστικό μας.

φανερώνει

Σδηλώνει, σημαίνει1: Η στάση του φανερώνει ενοχές.

φανερώνεται

Σαναφαίνεται λόγ., έρχεται στο φως


3 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.