Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
υ-πνω-τί-ζω
Μορφολογία
υπνωτίζω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | υπνωτίζω | υπνωτίζουμε & υπνωτίζομε διαλ. |
Β | υπνωτίζεις | υπνωτίζετε |
Γ | υπνωτίζει | υπνωτίζουν & υπνωτίζουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | υπνώτιζε | υπνωτίζετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | υπνωτίζοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | υπνώτισα | υπνωτίσαμε |
Β | υπνώτισες | υπνωτίσατε |
Γ | υπνώτισε | υπνώτισαν & υπνωτίσαν προφ. & υπνωτίσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | υπνωτίσω | υπνωτίσουμε & υπνωτίσομε διαλ. |
Β | υπνωτίσεις | υπνωτίσετε |
Γ | υπνωτίσει | υπνωτίσουν & υπνωτίσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | υπνώτισε | υπνωτίσετε & υπνωτίστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | υπνωτίσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | υπνώτιζα | υπνωτίζαμε |
Β | υπνώτιζες | υπνωτίζατε |
Γ | υπνώτιζε | υπνώτιζαν |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | υπνωτίζομαι | υπνωτιζόμαστε |
Β | υπνωτίζεσαι | υπνωτίζεστε & υπνωτιζόσαστε προφ. |
Γ | υπνωτίζεται | υπνωτίζονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | υπνωτιζόμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | υπνωτίστηκα & υπνωτίσθηκα λόγ. | υπνωτιστήκαμε & υπνωτισθήκαμε λόγ. |
Β | υπνωτίστηκες & υπνωτίσθηκες λόγ. | υπνωτιστήκατε & υπνωτισθήκατε λόγ. |
Γ | υπνωτίστηκε & υπνωτίσθηκε λόγ. | υπνωτίστηκαν & υπνωτίσθηκαν λόγ. & υπνωτιστήκαν προφ. & υπνωτιστήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | υπνωτιστώ & υπνωτισθώ λόγ. | υπνωτιστούμε & υπνωτισθούμε λόγ. |
Β | υπνωτιστείς & υπνωτισθείς λόγ. | υπνωτιστείτε & υπνωτισθείτε λόγ. |
Γ | υπνωτιστεί & υπνωτισθεί λόγ. | υπνωτιστούν & υπνωτισθούν λόγ. & υπνωτισθούνε λόγ. & υπνωτιστούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | υπνωτίσου | υπνωτιστείτε & υπνωτισθείτε λόγ. |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | υπνωτιστεί & υπνωτισθεί λόγ. |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | υπνωτιζόμουν & υπνωτιζόμουνα προφ. | υπνωτιζόμασταν & υπνωτιζόμαστε |
Β | υπνωτιζόσουν & υπνωτιζόσουνα προφ. | υπνωτιζόσασταν & υπνωτιζόσαστε προφ. |
Γ | υπνωτιζόταν & υπνωτιζότανε προφ. | υπνωτίζονταν & υπνωτιζόντανε προφ. & υπνωτιζόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | υπνωτισμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
υπνωτίζω ρήμ.
Σ: ναρκώνω1, κοιμίζω2
6 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.