Λεξισκόπιο: τρομακτικός

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

τρο-μα-κτι-κός

Μορφολογία

τρομακτικός επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοτρομακτικόςοιτρομακτικοί
Γενικήτουτρομακτικούτωντρομακτικών
Αιτιατικήτοντρομακτικότουςτρομακτικούς
Κλητική τρομακτικέ τρομακτικοί
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήητρομακτικήοιτρομακτικές
Γενικήτηςτρομακτικήςτωντρομακτικών
Αιτιατικήτηντρομακτικήτιςτρομακτικές
Κλητική τρομακτική τρομακτικές
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοτρομακτικότατρομακτικά
Γενικήτουτρομακτικούτωντρομακτικών
Αιτιατικήτοτρομακτικότατρομακτικά
Κλητική τρομακτικό τρομακτικά

τρομακτικότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοτρομακτικότεροςοιτρομακτικότεροι
Γενικήτουτρομακτικότερουτωντρομακτικότερων
Αιτιατικήτοντρομακτικότεροτουςτρομακτικότερους
Κλητική τρομακτικότερε τρομακτικότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήητρομακτικότερηοιτρομακτικότερες
Γενικήτηςτρομακτικότερηςτωντρομακτικότερων
Αιτιατικήτηντρομακτικότερητιςτρομακτικότερες
Κλητική τρομακτικότερη τρομακτικότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοτρομακτικότεροτατρομακτικότερα
Γενικήτουτρομακτικότερουτωντρομακτικότερων
Αιτιατικήτοτρομακτικότεροτατρομακτικότερα
Κλητική τρομακτικότερο τρομακτικότερα

τρομακτικότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοτρομακτικότατοςοιτρομακτικότατοι
Γενικήτουτρομακτικότατουτωντρομακτικότατων
Αιτιατικήτοντρομακτικότατοτουςτρομακτικότατους
Κλητική τρομακτικότατε τρομακτικότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήητρομακτικότατηοιτρομακτικότατες
Γενικήτηςτρομακτικότατηςτωντρομακτικότατων
Αιτιατικήτηντρομακτικότατητιςτρομακτικότατες
Κλητική τρομακτικότατη τρομακτικότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοτρομακτικότατοτατρομακτικότατα
Γενικήτουτρομακτικότατουτωντρομακτικότατων
Αιτιατικήτοτρομακτικότατοτατρομακτικότατα
Κλητική τρομακτικότατο τρομακτικότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

τρομακτικός & τρομαχτικός επίθ.

Στρομερός1, φοβερός1: τρομακτικός θόρυβος


6 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.