Λεξισκόπιο: τρεχούμενος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

τρε-χού-με-νος

Μορφολογία

τρέχω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ατρέχωτρέχουμε & τρέχομε διαλ.
Βτρέχειςτρέχετε
Γτρέχειτρέχουν & τρέχουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βτρέχετρέχετε
Ενεστώτας-Μετοχήτρέχοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αέτρεξατρέξαμε
Βέτρεξεςτρέξατε
Γέτρεξεέτρεξαν & τρέξαν προφ. & τρέξανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ατρέξωτρέξουμε & τρέξομε διαλ.
Βτρέξειςτρέξετε
Γτρέξειτρέξουν & τρέξουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βτρέξε & τρέχα προφ. τρέξετε & τρέξτε & τρέχτε προφ.
Αόριστος-Απαρέμφατοτρέξει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αέτρεχατρέχαμε
Βέτρεχεςτρέχατε
Γέτρεχεέτρεχαν & τρέχαν προφ. & τρέχανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Μετοχήτρεχούμενος

τρεχούμενος επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοτρεχούμενοςοιτρεχούμενοι
Γενικήτουτρεχούμενουτωντρεχούμενων
Αιτιατικήτοντρεχούμενοτουςτρεχούμενους
Κλητική τρεχούμενε τρεχούμενοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήητρεχούμενηοιτρεχούμενες
Γενικήτηςτρεχούμενηςτωντρεχούμενων
Αιτιατικήτηντρεχούμενητιςτρεχούμενες
Κλητική τρεχούμενη τρεχούμενες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοτρεχούμενοτατρεχούμενα
Γενικήτουτρεχούμενουτωντρεχούμενων
Αιτιατικήτοτρεχούμενοτατρεχούμενα
Κλητική τρεχούμενο τρεχούμενα

Συνώνυμα - Αντίθετα

τρέχω ρήμ.

  1. Σκινούμαι: Το αυτοκίνητο τρέχει με 100 χ.α.ώ.
  2. Σπεριφέρω, πηγαίνω, γυρίζω5: Τον έτρεχε στους γιατρούς.
  3. Σβιάζομαι1, κάνω γρήγορα: Πρέπει να τρέξουμε για να τελειώσουμε την ύλη.
  4. Σταλαιπωρούμαι, τραβιέμαι2 προφ.: Τρέχω όλη τη μέρα στα υπουργεία.

τρέχει

  1. Σρέει, κυλάει1: Τρέχει πολύ αίμα.
  2. Σπερνάει2, φεύγει: Τα χρόνια τρέχουν.

ΕΚΦ: τρέχουν τα σάλια μου


τρεχούμενος & τρεχάμενος επίθ.

Σγάργαρος λογοτ.: τρεχούμενα νερά Αστεκούμενος


6 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.