Λεξισκόπιο: τολμηρός

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

τολ-μη-ρός

Μορφολογία

τολμηρός επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοτολμηρόςοιτολμηροί
Γενικήτουτολμηρούτωντολμηρών
Αιτιατικήτοντολμηρότουςτολμηρούς
Κλητική τολμηρέ τολμηροί
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήητολμηρήοιτολμηρές
Γενικήτηςτολμηρήςτωντολμηρών
Αιτιατικήτηντολμηρήτιςτολμηρές
Κλητική τολμηρή τολμηρές
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοτολμηρότατολμηρά
Γενικήτουτολμηρούτωντολμηρών
Αιτιατικήτοτολμηρότατολμηρά
Κλητική τολμηρό τολμηρά

τολμηρότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοτολμηρότεροςοιτολμηρότεροι
Γενικήτουτολμηρότερουτωντολμηρότερων
Αιτιατικήτοντολμηρότεροτουςτολμηρότερους
Κλητική τολμηρότερε τολμηρότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήητολμηρότερηοιτολμηρότερες
Γενικήτηςτολμηρότερηςτωντολμηρότερων
Αιτιατικήτηντολμηρότερητιςτολμηρότερες
Κλητική τολμηρότερη τολμηρότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοτολμηρότεροτατολμηρότερα
Γενικήτουτολμηρότερουτωντολμηρότερων
Αιτιατικήτοτολμηρότεροτατολμηρότερα
Κλητική τολμηρότερο τολμηρότερα

τολμηρότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοτολμηρότατοςοιτολμηρότατοι
Γενικήτουτολμηρότατουτωντολμηρότατων
Αιτιατικήτοντολμηρότατοτουςτολμηρότατους
Κλητική τολμηρότατε τολμηρότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήητολμηρότατηοιτολμηρότατες
Γενικήτηςτολμηρότατηςτωντολμηρότατων
Αιτιατικήτηντολμηρότατητιςτολμηρότατες
Κλητική τολμηρότατη τολμηρότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοτολμηρότατοτατολμηρότατα
Γενικήτουτολμηρότατουτωντολμηρότατων
Αιτιατικήτοτολμηρότατοτατολμηρότατα
Κλητική τολμηρότατο τολμηρότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

τολμηρός επίθ.

  1. Σθαρραλέος, αδείλιαστος, παράτολμος Αάτολμος
  2. Σπαρακινδυνευμένος
  3. Σπροκλητικός: τολμηρό ντεκολτέ

2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.