Λεξισκόπιο: ταυτόχρονα

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ταυ-τό-χρο-να

Μορφολογία

ταυτόχρονα & λόγ. ταυτοχρόνως επίρρ.


ταυτόχρονος επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοταυτόχρονοςοιταυτόχρονοι
Γενικήτουταυτόχρονουτωνταυτόχρονων
Αιτιατικήτονταυτόχρονοτουςταυτόχρονους
Κλητική ταυτόχρονε ταυτόχρονοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηταυτόχρονηοιταυτόχρονες
Γενικήτηςταυτόχρονηςτωνταυτόχρονων
Αιτιατικήτηνταυτόχρονητιςταυτόχρονες
Κλητική ταυτόχρονη ταυτόχρονες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοταυτόχρονοταταυτόχρονα
Γενικήτουταυτόχρονουτωνταυτόχρονων
Αιτιατικήτοταυτόχρονοταταυτόχρονα
Κλητική ταυτόχρονο ταυτόχρονα

Συνώνυμα - Αντίθετα

ταυτόχρονα επίρρ.

βλ. ταυτόχρονος


ταυτόχρονος επίθ.

Σσύγχρονος3, παράλληλος1

Προθήματα - Επιθήματα

ταυτο- [tafto]

ταυτό- [taftó] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
ταυτ- [taft] πριν από φωνήεν

Προέρχεται από την αρχαία αντωνυμία ταυτόν (< το αυτόν).

1. Ταύτιση

Το ταυτο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι υπάρχει απόλυτη ταύτιση μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων, πραγμάτων κτλ. ως προς ένα χαρακτηριστικό τους. Για παράδειγμα, δύο ταυτόχρονες πράξεις συμβαίνουν την ίδια χρονική στιγμή· όταν κάποιος μιλάει με ταυτολογίες τότε λέει τα ίδια πράγματα με άλλα λόγια ή επαναλαμβάνει τα ίδια και τα ίδια.

ταυτοπάθεια

ταυτάριθμος, -η, -ο

ταυτοπροσωπία

ταυτοπρόσωπος, -η, -ο

ταυτοφωνία (μουσ.)

ταυτόσημος, -η, -ο

ταυτωνυμία

ταυτόχρονος, -η, -ο

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Οι λέξεις ταυτοποιώ και ταυτοποίηση έχουν διαφορετική σημασία: όταν κανείς ταυτοποιεί έναν άγνωστο άνθρωπο ή ένα άγνωστο πράγμα, μαθαίνει τα πραγματικά χαρακτηριστικά της ταυτότητάς του.

⇨ Για λέξεις με παρόμοια σημασία βλ. ομο-* (π.χ. ομόχρονος).

ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το ετερο-* (π.χ. ταυτοπροσωπίαετεροπροσωπία).


8 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.