Λεξισκόπιο: σφριγηλός

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

σφρι-γη-λός

Μορφολογία

σφριγηλός επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοσφριγηλόςοισφριγηλοί
Γενικήτουσφριγηλούτωνσφριγηλών
Αιτιατικήτοσφριγηλότουςσφριγηλούς
Κλητική σφριγηλέ σφριγηλοί
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήησφριγηλήοισφριγηλές
Γενικήτηςσφριγηλήςτωνσφριγηλών
Αιτιατικήτησφριγηλήτιςσφριγηλές
Κλητική σφριγηλή σφριγηλές
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοσφριγηλότασφριγηλά
Γενικήτουσφριγηλούτωνσφριγηλών
Αιτιατικήτοσφριγηλότασφριγηλά
Κλητική σφριγηλό σφριγηλά

σφριγηλότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοσφριγηλότεροςοισφριγηλότεροι
Γενικήτουσφριγηλότερουτωνσφριγηλότερων
Αιτιατικήτοσφριγηλότεροτουςσφριγηλότερους
Κλητική σφριγηλότερε σφριγηλότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήησφριγηλότερηοισφριγηλότερες
Γενικήτηςσφριγηλότερηςτωνσφριγηλότερων
Αιτιατικήτησφριγηλότερητιςσφριγηλότερες
Κλητική σφριγηλότερη σφριγηλότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοσφριγηλότεροτασφριγηλότερα
Γενικήτουσφριγηλότερουτωνσφριγηλότερων
Αιτιατικήτοσφριγηλότεροτασφριγηλότερα
Κλητική σφριγηλότερο σφριγηλότερα

σφριγηλότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοσφριγηλότατοςοισφριγηλότατοι
Γενικήτουσφριγηλότατουτωνσφριγηλότατων
Αιτιατικήτοσφριγηλότατοτουςσφριγηλότατους
Κλητική σφριγηλότατε σφριγηλότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήησφριγηλότατηοισφριγηλότατες
Γενικήτηςσφριγηλότατηςτωνσφριγηλότατων
Αιτιατικήτησφριγηλότατητιςσφριγηλότατες
Κλητική σφριγηλότατη σφριγηλότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοσφριγηλότατοτασφριγηλότατα
Γενικήτουσφριγηλότατουτωνσφριγηλότατων
Αιτιατικήτοσφριγηλότατοτασφριγηλότατα
Κλητική σφριγηλότατο σφριγηλότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

σφριγηλός επίθ.

  1. Σακμαίος2, θαλερός2
  2. Σσφιχτός3: σφριγηλό κορμί Απλαδαρός1

7 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.