Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
συ-στη-μα-το-ποι-ώ
Μορφολογία
συστηματοποιώ ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | συστηματοποιώ | συστηματοποιούμε |
Β | συστηματοποιείς | συστηματοποιείτε |
Γ | συστηματοποιεί | συστηματοποιούν & συστηματοποιούνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | συστηματοποιείτε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | συστηματοποιώντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | συστηματοποίησα | συστηματοποιήσαμε |
Β | συστηματοποίησες | συστηματοποιήσατε |
Γ | συστηματοποίησε | συστηματοποίησαν & συστηματοποιήσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | συστηματοποιήσω | συστηματοποιήσουμε & συστηματοποιήσομε διαλ. |
Β | συστηματοποιήσεις | συστηματοποιήσετε |
Γ | συστηματοποιήσει | συστηματοποιήσουν & συστηματοποιήσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | συστηματοποίησε | συστηματοποιήσετε & συστηματοποιήστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | συστηματοποιήσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | συστηματοποιούσα | συστηματοποιούσαμε |
Β | συστηματοποιούσες | συστηματοποιούσατε |
Γ | συστηματοποιούσε | συστηματοποιούσαν & συστηματοποιούσανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | συστηματοποιούμαι | συστηματοποιούμαστε & συστηματοποιόμαστε |
Β | συστηματοποιείσαι | συστηματοποιείστε & συστηματοποιόσαστε προφ. |
Γ | συστηματοποιείται | συστηματοποιούνται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | συστηματοποιείστε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | συστηματοποιούμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | συστηματοποιήθηκα | συστηματοποιηθήκαμε |
Β | συστηματοποιήθηκες | συστηματοποιηθήκατε |
Γ | συστηματοποιήθηκε | συστηματοποιήθηκαν & συστηματοποιηθήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | συστηματοποιηθώ | συστηματοποιηθούμε |
Β | συστηματοποιηθείς | συστηματοποιηθείτε |
Γ | συστηματοποιηθεί | συστηματοποιηθούν & συστηματοποιηθούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | συστηματοποιήσου | συστηματοποιηθείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | συστηματοποιηθεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | συστηματοποιόμουν & συστηματοποιόμουνα προφ. | συστηματοποιόμασταν & συστηματοποιόμαστε |
Β | συστηματοποιόσουν & συστηματοποιόσουνα προφ. | συστηματοποιόσασταν & συστηματοποιόσαστε προφ. |
Γ | συστηματοποιούνταν & συστηματοποιόταν & συστηματοποιείτο λόγ. & συστηματοποιότανε προφ. | συστηματοποιούνταν & συστηματοποιόνταν & συστηματοποιούντο λόγ. & συστηματοποιόντανε προφ. & συστηματοποιόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | συστηματοποιημένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
συστηματοποιώ ρήμ.
Σ: οργανώνω2: Πρέπει να συστηματοποιήσεις τις γνώσεις σου.
3 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.