Λεξισκόπιο: στοχάζομαι

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

στο-χά-ζο-μαι

Μορφολογία

στοχάζομαι ρήμ. μόνο παθητική

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αστοχάζομαιστοχαζόμαστε
Βστοχάζεσαιστοχάζεστε & στοχαζόσαστε προφ.
Γστοχάζεταιστοχάζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βστοχάζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήστοχαζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αστοχάστηκα & στοχάσθηκα λόγ. στοχαστήκαμε & στοχασθήκαμε λόγ.
Βστοχάστηκες & στοχάσθηκες λόγ. στοχαστήκατε & στοχασθήκατε λόγ.
Γστοχάστηκε & στοχάσθηκε λόγ. στοχάστηκαν & στοχάσθηκαν λόγ. & στοχαστήκαν προφ. & στοχαστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αστοχαστώ & στοχασθώ λόγ. στοχαστούμε & στοχασθούμε λόγ.
Βστοχαστείς & στοχασθείς λόγ. στοχαστείτε & στοχασθείτε λόγ.
Γστοχαστεί & στοχασθεί λόγ. στοχαστούν & στοχασθούν λόγ. & στοχασθούνε λόγ. & στοχαστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βστοχάσουστοχαστείτε & στοχασθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοστοχαστεί & στοχασθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αστοχαζόμουν & στοχαζόμουνα προφ. στοχαζόμασταν & στοχαζόμαστε
Βστοχαζόσουν & στοχαζόσουνα προφ. στοχαζόσασταν & στοχαζόσαστε προφ.
Γστοχαζόταν & στοχαζότανε προφ. στοχάζονταν & στοχαζόντανε προφ. & στοχαζόντουσαν προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

στοχάζομαι ρήμ. λογοτ.

  1. Σσυλλογίζομαι1, διαλογίζομαι, σκέφτομαι1
  2. Σεπινοώ1, εφευρίσκω1 λόγ.
  3. Σαναλογίζομαι1, υπολογίζω1, μετράω1
  4. Σαντιλαμβάνομαι3, εννοώ3

2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.