Λεξισκόπιο: στοργικός

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

στορ-γι-κός

Μορφολογία

στοργικός επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοστοργικόςοιστοργικοί
Γενικήτουστοργικούτωνστοργικών
Αιτιατικήτοστοργικότουςστοργικούς
Κλητική στοργικέ στοργικοί
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηστοργικήοιστοργικές
Γενικήτηςστοργικήςτωνστοργικών
Αιτιατικήτηστοργικήτιςστοργικές
Κλητική στοργική στοργικές
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοστοργικόταστοργικά
Γενικήτουστοργικούτωνστοργικών
Αιτιατικήτοστοργικόταστοργικά
Κλητική στοργικό στοργικά

στοργικότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοστοργικότεροςοιστοργικότεροι
Γενικήτουστοργικότερουτωνστοργικότερων
Αιτιατικήτοστοργικότεροτουςστοργικότερους
Κλητική στοργικότερε στοργικότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηστοργικότερηοιστοργικότερες
Γενικήτηςστοργικότερηςτωνστοργικότερων
Αιτιατικήτηστοργικότερητιςστοργικότερες
Κλητική στοργικότερη στοργικότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοστοργικότεροταστοργικότερα
Γενικήτουστοργικότερουτωνστοργικότερων
Αιτιατικήτοστοργικότεροταστοργικότερα
Κλητική στοργικότερο στοργικότερα

στοργικότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοστοργικότατοςοιστοργικότατοι
Γενικήτουστοργικότατουτωνστοργικότατων
Αιτιατικήτοστοργικότατοτουςστοργικότατους
Κλητική στοργικότατε στοργικότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηστοργικότατηοιστοργικότατες
Γενικήτηςστοργικότατηςτωνστοργικότατων
Αιτιατικήτηστοργικότατητιςστοργικότατες
Κλητική στοργικότατη στοργικότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοστοργικότατοταστοργικότατα
Γενικήτουστοργικότατουτωνστοργικότατων
Αιτιατικήτοστοργικότατοταστοργικότατα
Κλητική στοργικότατο στοργικότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

στοργικός επίθ.

Σφιλόστοργος, τρυφερός4 Αάστοργος


2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.