Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
στοι-βά-ζω
Μορφολογία
στοιβάζω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | στοιβάζω | στοιβάζουμε & στοιβάζομε διαλ. |
Β | στοιβάζεις | στοιβάζετε |
Γ | στοιβάζει | στοιβάζουν & στοιβάζουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | στοίβαζε | στοιβάζετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | στοιβάζοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | στοίβαξα | στοιβάξαμε |
Β | στοίβαξες | στοιβάξατε |
Γ | στοίβαξε | στοίβαξαν & στοιβάξαν προφ. & στοιβάξανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | στοιβάξω | στοιβάξουμε & στοιβάξομε διαλ. |
Β | στοιβάξεις | στοιβάξετε |
Γ | στοιβάξει | στοιβάξουν & στοιβάξουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | στοίβαξε | στοιβάξτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | στοιβάξει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | στοίβαζα | στοιβάζαμε |
Β | στοίβαζες | στοιβάζατε |
Γ | στοίβαζε | στοίβαζαν & στοιβάζαν προφ. & στοιβάζανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | στοιβάζομαι | στοιβαζόμαστε |
Β | στοιβάζεσαι | στοιβάζεστε & στοιβαζόσαστε προφ. |
Γ | στοιβάζεται | στοιβάζονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | στοιβαζόμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | στοιβάχτηκα & στοιβάχθηκα λόγ. | στοιβαχτήκαμε & στοιβαχθήκαμε λόγ. |
Β | στοιβάχτηκες & στοιβάχθηκες λόγ. | στοιβαχτήκατε & στοιβαχθήκατε λόγ. |
Γ | στοιβάχτηκε & στοιβάχθηκε λόγ. | στοιβάχτηκαν & στοιβάχθηκαν λόγ. & στοιβαχτήκαν προφ. & στοιβαχτήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | στοιβαχτώ & στοιβαχθώ λόγ. | στοιβαχτούμε & στοιβαχθούμε λόγ. |
Β | στοιβαχτείς & στοιβαχθείς λόγ. | στοιβαχτείτε & στοιβαχθείτε λόγ. |
Γ | στοιβαχτεί & στοιβαχθεί λόγ. | στοιβαχτούν & στοιβαχθούν λόγ. & στοιβαχθούνε λόγ. & στοιβαχτούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | στοιβάξου | στοιβαχτείτε & στοιβαχθείτε λόγ. |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | στοιβαχτεί & στοιβαχθεί λόγ. |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | στοιβαζόμουν & στοιβαζόμουνα προφ. | στοιβαζόμασταν & στοιβαζόμαστε |
Β | στοιβαζόσουν & στοιβαζόσουνα προφ. | στοιβαζόσασταν & στοιβαζόσαστε προφ. |
Γ | στοιβαζόταν & στοιβαζότανε προφ. | στοιβάζονταν & στοιβαζόντανε προφ. & στοιβαζόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | στοιβαγμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
στοιβάζω ρήμ.
- Σ: σωριάζω1: Τα ξύλα ήταν στοιβαγμένα κάτω από το υπόστεγο.
- Σ: στριμώχνω2: Στοίβαξε τα ρούχα του μέσα στη βαλίτσα.
2 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.