Λεξισκόπιο: στερούμαι

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

στε-ρού-μαι

Μορφολογία

στερώ ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αστερώστερούμε
Βστερείςστερείτε
Γστερείστερούν & στερούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βστερείτε
Ενεστώτας-Μετοχήστερώντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αστέρησαστερήσαμε
Βστέρησεςστερήσατε
Γστέρησεστέρησαν & στερήσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αστερήσωστερήσουμε & στερήσομε διαλ.
Βστερήσειςστερήσετε
Γστερήσειστερήσουν & στερήσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βστέρησεστερήσετε & στερήστε
Αόριστος-Απαρέμφατοστερήσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αστερούσαστερούσαμε
Βστερούσεςστερούσατε
Γστερούσεστερούσαν & στερούσανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αστερούμαιστερούμαστε προφ.
Βστερείσαιστερείστε
Γστερείταιστερούνται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βστερείστε
Ενεστώτας-Μετοχήστερούμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αστερήθηκαστερηθήκαμε
Βστερήθηκεςστερηθήκατε
Γστερήθηκεστερήθηκαν & στερηθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αστερηθώστερηθούμε
Βστερηθείςστερηθείτε
Γστερηθείστερηθούν & στερηθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βστερήσουστερηθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοστερηθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αστερούμουν προφ. στερούμασταν προφ. & στερούμαστε προφ.
Β------
Γστερείτο λόγ. & στερούνταν προφ. στερούντο λόγ. & στερούνταν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήστερημένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

στερώ ρήμ.

Σαποστερώ, αφαιρώ3: Του στέρησαν τα πολιτικά του δικαιώματα.

στερούμαι

Σχάνω1: Στερήθηκε τους γονείς της.


3 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.