Λεξισκόπιο: σπάω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

σπά-ω

Μορφολογία

σπάω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασπάζω & σπάωσπάζουμε & σπάμε & σπάζομε διαλ.
Βσπάζεις & σπαςσπάζετε & σπάτε
Γσπάει & σπάζεισπάζουν & σπάνε & σπαν & σπάζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βσπάζεσπάζετε & σπάτε
Ενεστώτας-Μετοχήσπάζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αέσπασασπάσαμε
Βέσπασεςσπάσατε
Γέσπασεέσπασαν & σπάγαν προφ. & σπάγανε προφ. & σπάσαν προφ. & σπάσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασπάσωσπάσουμε & σπάσομε διαλ.
Βσπάσειςσπάσετε
Γσπάσεισπάσουν & σπάσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βσπάσεσπάστε
Αόριστος-Απαρέμφατοσπάσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αέσπαγα & έσπαζασπάγαμε & σπάζαμε
Βέσπαγες & έσπαζεςσπάγατε & σπάζατε
Γέσπαγε & έσπαζεέσπαγαν & έσπαζαν & σπάζαν προφ. & σπάζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Παρακείμενος-Μετοχήσπασμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

σπάω & σπάζω ρήμ.

  1. Σθραύω1 λόγ.: Σπάει την πέτρα.
  2. Σκάμπτω1, λυγίζω1: Σπάει τη μέση της.
  3. Σμετριάζω, ελαττώνω: Σπάει την αλμυρή γεύση. / Σπάνε τις τιμές.
  4. Σσταματάω6, διακόπτω1, τερματίζω3: Έσπασαν τη σιωπή. / Έσπασαν την πολιορκία.
  5. Σπαραβαίνω2, αθετώ: Έσπασαν τον όρκο τους.
  6. Σπαραβιάζω2: Έσπασαν τον απόρρητο κωδικό πρόσβασης.
  7. Σγερνάω3: Δείχνει σπασμένη.

σπάει

  1. Σθραύεται λόγ.: Η γλάστρα έσπασε.
  2. Σμειώνεται: Έσπασε το κρύο.

σπάζομαι προφ.

Σεκνευρίζομαι, νευριάζω2

ΕΚΦ: σπάω πλάκα, σπάω στο ξύλο, σπάω τα δεσμά, σπάω τα μούτρα, σπάω τα μούτρα μου, τα σπάω, τη σπάω


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.