Λεξισκόπιο: σοβαρότατος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

σο-βα-ρό-τα-τος

Μορφολογία

σοβαρός επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοσοβαρόςοισοβαροί
Γενικήτουσοβαρούτωνσοβαρών
Αιτιατικήτοσοβαρότουςσοβαρούς
Κλητική σοβαρέ σοβαροί
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήησοβαρήοισοβαρές
Γενικήτηςσοβαρήςτωνσοβαρών
Αιτιατικήτησοβαρήτιςσοβαρές
Κλητική σοβαρή σοβαρές
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοσοβαρότασοβαρά
Γενικήτουσοβαρούτωνσοβαρών
Αιτιατικήτοσοβαρότασοβαρά
Κλητική σοβαρό σοβαρά

σοβαρότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοσοβαρότεροςοισοβαρότεροι
Γενικήτουσοβαρότερουτωνσοβαρότερων
Αιτιατικήτοσοβαρότεροτουςσοβαρότερους
Κλητική σοβαρότερε σοβαρότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήησοβαρότερηοισοβαρότερες
Γενικήτηςσοβαρότερηςτωνσοβαρότερων
Αιτιατικήτησοβαρότερητιςσοβαρότερες
Κλητική σοβαρότερη σοβαρότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοσοβαρότεροτασοβαρότερα
Γενικήτουσοβαρότερουτωνσοβαρότερων
Αιτιατικήτοσοβαρότεροτασοβαρότερα
Κλητική σοβαρότερο σοβαρότερα

σοβαρότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοσοβαρότατοςοισοβαρότατοι
Γενικήτουσοβαρότατουτωνσοβαρότατων
Αιτιατικήτοσοβαρότατοτουςσοβαρότατους
Κλητική σοβαρότατε σοβαρότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήησοβαρότατηοισοβαρότατες
Γενικήτηςσοβαρότατηςτωνσοβαρότατων
Αιτιατικήτησοβαρότατητιςσοβαρότατες
Κλητική σοβαρότατη σοβαρότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοσοβαρότατοτασοβαρότατα
Γενικήτουσοβαρότατουτωνσοβαρότατων
Αιτιατικήτοσοβαρότατοτασοβαρότατα
Κλητική σοβαρότατο σοβαρότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

σοβαρότατος επίθ.

βλ. σοβαρός


σοβαρός επίθ.

  1. Αεύθυμος2, αστείος1: σοβαρό ύφος
  2. Συπεύθυνος: σοβαρός υπάλληλος Αανεύθυνος
  3. Σεμπεριστατωμένος λόγ., εμβριθής1 λόγ.: σοβαρή μελέτη
  4. Σσημαντικός2: σοβαρό πρόβλημα Αασήμαντος
  5. Σκρίσιμος2: σοβαρή εγχείριση
  6. Σβαρύς9: σοβαρός τραυματισμός Αελαφρός1

3 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.