Λεξισκόπιο: σμικρύνω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

σμι-κρύ-νω

Μορφολογία

σμικρύνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασμικρύνωσμικρύνουμε & σμικρύνομε διαλ.
Βσμικρύνειςσμικρύνετε
Γσμικρύνεισμικρύνουν & σμικρύνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βσμίκρυνεσμικρύνετε
Ενεστώτας-Μετοχήσμικρύνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασμίκρυνασμικρύναμε
Βσμίκρυνεςσμικρύνατε
Γσμίκρυνεσμίκρυναν & σμικρύναν προφ. & σμικρύνανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασμικρύνωσμικρύνουμε & σμικρύνομε διαλ.
Βσμικρύνειςσμικρύνετε
Γσμικρύνεισμικρύνουν & σμικρύνουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βσμίκρυνεσμικρύνετε
Αόριστος-Απαρέμφατοσμικρύνει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασμίκρυνασμικρύναμε
Βσμίκρυνεςσμικρύνατε
Γσμίκρυνεσμίκρυναν & σμικρύναν προφ. & σμικρύνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασμικρύνομαισμικρυνόμαστε
Βσμικρύνεσαισμικρύνεστε & σμικρυνόσαστε προφ.
Γσμικρύνεταισμικρύνονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βσμικρύνεστε
Ενεστώτας-Μετοχήσμικρυνόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασμικρύνθηκασμικρυνθήκαμε
Βσμικρύνθηκεςσμικρυνθήκατε
Γσμικρύνθηκεσμικρύνθηκαν & σμικρυνθήκαν προφ. & σμικρυνθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασμικρυνθώσμικρυνθούμε
Βσμικρυνθείςσμικρυνθείτε
Γσμικρυνθείσμικρυνθούν & σμικρυνθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βσμικρύνσουσμικρυνθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοσμικρυνθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασμικρυνόμουν & σμικρυνόμουνα προφ. σμικρυνόμασταν & σμικρυνόμαστε
Βσμικρυνόσουν & σμικρυνόσουνα προφ. σμικρυνόσασταν & σμικρυνόσαστε προφ.
Γσμικρυνόταν & σμικρυνότανε προφ. σμικρύνονταν & σμικρυνόντανε προφ. & σμικρυνόντουσαν προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

σμικρύνω ρήμ.

Σ: κάνω σμίκρυνση Αμεγεθύνω1


2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.