Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
σε-ξου-α-λι-κός
Μορφολογία
σεξουαλικός επίθ.
Αρσενικό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | σεξουαλικός | οι | σεξουαλικοί |
Γενική | του | σεξουαλικού | των | σεξουαλικών |
Αιτιατική | το | σεξουαλικό | τους | σεξουαλικούς |
Κλητική | | σεξουαλικέ | | σεξουαλικοί |
|
Θηλυκό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | η | σεξουαλική | οι | σεξουαλικές |
Γενική | της | σεξουαλικής | των | σεξουαλικών |
Αιτιατική | τη | σεξουαλική | τις | σεξουαλικές |
Κλητική | | σεξουαλική | | σεξουαλικές |
|
Ουδέτερο |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | το | σεξουαλικό | τα | σεξουαλικά |
Γενική | του | σεξουαλικού | των | σεξουαλικών |
Αιτιατική | το | σεξουαλικό | τα | σεξουαλικά |
Κλητική | | σεξουαλικό | | σεξουαλικά |
|
σεξουαλικότερος επίθ. συγκρ.
Αρσενικό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | σεξουαλικότερος | οι | σεξουαλικότεροι |
Γενική | του | σεξουαλικότερου | των | σεξουαλικότερων |
Αιτιατική | το | σεξουαλικότερο | τους | σεξουαλικότερους |
Κλητική | | σεξουαλικότερε | | σεξουαλικότεροι |
|
Θηλυκό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | η | σεξουαλικότερη | οι | σεξουαλικότερες |
Γενική | της | σεξουαλικότερης | των | σεξουαλικότερων |
Αιτιατική | τη | σεξουαλικότερη | τις | σεξουαλικότερες |
Κλητική | | σεξουαλικότερη | | σεξουαλικότερες |
|
Ουδέτερο |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | το | σεξουαλικότερο | τα | σεξουαλικότερα |
Γενική | του | σεξουαλικότερου | των | σεξουαλικότερων |
Αιτιατική | το | σεξουαλικότερο | τα | σεξουαλικότερα |
Κλητική | | σεξουαλικότερο | | σεξουαλικότερα |
|
σεξουαλικότατος επίθ. υπερθ.
Αρσενικό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | σεξουαλικότατος | οι | σεξουαλικότατοι |
Γενική | του | σεξουαλικότατου | των | σεξουαλικότατων |
Αιτιατική | το | σεξουαλικότατο | τους | σεξουαλικότατους |
Κλητική | | σεξουαλικότατε | | σεξουαλικότατοι |
|
Θηλυκό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | η | σεξουαλικότατη | οι | σεξουαλικότατες |
Γενική | της | σεξουαλικότατης | των | σεξουαλικότατων |
Αιτιατική | τη | σεξουαλικότατη | τις | σεξουαλικότατες |
Κλητική | | σεξουαλικότατη | | σεξουαλικότατες |
|
Ουδέτερο |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | το | σεξουαλικότατο | τα | σεξουαλικότατα |
Γενική | του | σεξουαλικότατου | των | σεξουαλικότατων |
Αιτιατική | το | σεξουαλικότατο | τα | σεξουαλικότατα |
Κλητική | | σεξουαλικότατο | | σεξουαλικότατα |
|
Συνώνυμα - Αντίθετα
σεξουαλικός επίθ.
- Σ: γενετήσιος λόγ.: σεξουαλικό ένστικτο
- Σ: ερωτικός3: σεξουαλική ζωή
- Σ: σέξι, αισθησιακός: σεξουαλική γυναίκα
2 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.