Λεξισκόπιο: ρυθμίζω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ρυθ-μί-ζω

Μορφολογία

ρυθμίζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αρυθμίζωρυθμίζουμε & ρυθμίζομε διαλ.
Βρυθμίζειςρυθμίζετε
Γρυθμίζειρυθμίζουν & ρυθμίζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βρύθμιζερυθμίζετε
Ενεστώτας-Μετοχήρυθμίζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αρύθμισαρυθμίσαμε
Βρύθμισεςρυθμίσατε
Γρύθμισερύθμισαν & ρυθμίσαν προφ. & ρυθμίσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αρυθμίσωρυθμίσουμε & ρυθμίσομε διαλ.
Βρυθμίσειςρυθμίσετε
Γρυθμίσειρυθμίσουν & ρυθμίσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βρύθμισερυθμίσετε & ρυθμίστε
Αόριστος-Απαρέμφατορυθμίσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αρύθμιζαρυθμίζαμε
Βρύθμιζεςρυθμίζατε
Γρύθμιζερύθμιζαν & ρυθμίζαν προφ. & ρυθμίζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αρυθμίζομαιρυθμιζόμαστε
Βρυθμίζεσαιρυθμίζεστε & ρυθμιζόσαστε προφ.
Γρυθμίζεταιρυθμίζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βρυθμίζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήρυθμιζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αρυθμίστηκα & ρυθμίσθηκα λόγ. ρυθμιστήκαμε & ρυθμισθήκαμε λόγ.
Βρυθμίστηκες & ρυθμίσθηκες λόγ. ρυθμιστήκατε & ρυθμισθήκατε λόγ.
Γρυθμίστηκε & ρυθμίσθηκε λόγ. ρυθμίστηκαν & ρυθμίσθηκαν λόγ. & ρυθμιστήκαν προφ. & ρυθμιστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αρυθμιστώ & ρυθμισθώ λόγ. ρυθμιστούμε & ρυθμισθούμε λόγ.
Βρυθμιστείς & ρυθμισθείς λόγ. ρυθμιστείτε & ρυθμισθείτε λόγ.
Γρυθμιστεί & ρυθμισθεί λόγ. ρυθμιστούν & ρυθμισθούν λόγ. & ρυθμισθούνε λόγ. & ρυθμιστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βρυθμίσουρυθμιστείτε & ρυθμισθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατορυθμιστεί & ρυθμισθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αρυθμιζόμουν & ρυθμιζόμουνα προφ. ρυθμιζόμασταν & ρυθμιζόμαστε
Βρυθμιζόσουν & ρυθμιζόσουνα προφ. ρυθμιζόσασταν & ρυθμιζόσαστε προφ.
Γρυθμιζόταν & ρυθμιζότανε προφ. ρυθμίζονταν & ρυθμιζόντανε προφ. & ρυθμιζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήρυθμισμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

ρυθμίζω ρήμ.

  1. Σρεγουλάρω προφ., προγραμματίζω2
  2. Σκανονίζω2, διευθετώ, τακτοποιώ2: Ρύθμισαν το ζήτημα.

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.