Λεξισκόπιο: πρότυπο

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

πρό-τυ-πο

Μορφολογία

πρότυπο ουσ. ουδ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοπρότυποταπρότυπα
Γενικήτουπρότυπου & προτύπου λόγ. τωνπρότυπων & προτύπων λόγ.
Αιτιατικήτοπρότυποταπρότυπα
Κλητική πρότυπο πρότυπα

πρότυπος επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοπρότυποςοιπρότυποι
Γενικήτουπρότυπουτωνπρότυπων
Αιτιατικήτονπρότυποτουςπρότυπους
Κλητική πρότυπε πρότυποι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηπρότυπηοιπρότυπες
Γενικήτηςπρότυπηςτωνπρότυπων
Αιτιατικήτηνπρότυπητιςπρότυπες
Κλητική πρότυπη πρότυπες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοπρότυποταπρότυπα
Γενικήτουπρότυπουτωνπρότυπων
Αιτιατικήτοπρότυποταπρότυπα
Κλητική πρότυπο πρότυπα

Συνώνυμα - Αντίθετα

πρότυπο ουσ.

  1. Σμοντέλο1
  2. Συπόδειγμα2: πρότυπο συζύγου
  3. Σίνδαλμα, είδωλο2

πρότυπος επίθ.

Συποδειγματικός1

Προθήματα - Επιθήματα

προ- [pro]

πρό- [pró] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό

Προέρχεται από την αρχαία πρόθεση προ.

1. Έξω ή μπροστά

Το προ- σχηματίζει ουσιαστικά που δηλώνουν ότι κάτι βρίσκεται τοποθετημένο έξω ή μπροστά από κάτι άλλο. Για παράδειγμα, το προάστιο είναι η περιοχή που βρίσκεται λίγο έξω από την πόλη.

προάστιο, προαύλιο, προγούλι, προθάλαμος, πρόθεμα (γραμμ.), πρόθημα (γραμμ.), προμαχώνας, πρόναος, προπαραλήγουσα (γραμμ.), προπύλαια, προπύργιο, πρόσημο (μαθημ.), προσκήνιο

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ

Ορισμένες λέξεις με το προ- δηλώνουν ότι κάτι βγαίνει προς τα έξω, ξεπερνά τα όριά του (π.χ. προεκτείνω) ή γίνεται δημόσια γνωστό (π.χ. προκηρύσσω).

προβολή

προβάλλω

προέκταση

προεκτείνω

προεξοχή

προελαύνω

προκήρυξη

προεξέχω

προώθηση

προκηρύσσω

προτάσσω

προχωρώ

προωθώ

(ιατρ.) Στο ιατρικό λεξιλόγιο, το προ- σχηματίζει όρους της ανατομίας.

προγναθισμός, προγόμφιος, προκάρδιο

2. Ανώτερη θέση

Το προ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν κάτι που είναι πιο σημαντικό ή καλύτερο σε σχέση με άλλα όμοια. Για παράδειγμα, όταν προτιμάμε κάτι το επιλέγουμε ως καλύτερο ανάμεσα σε άλλα· όταν ένα θέμα προέχει είναι πολύ σημαντικό.

προαγωγή

προάγω

προβάδισμα

προβιβάζω

πρόκριση

προέχει

πρόοδος

προκρίνω

προτίμηση

προοδεύω

προτιμάω/-ώ

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Ορισμένες λέξεις με το προ- δηλώνουν ανώτερη θέση σε μια ιεραρχία. Για παράδειγμα, ο προϊστάμενος είναι ο ανώτερος υπάλληλος σε μια υπηρεσία.

3. Από πριν

Το προ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι γίνεται νωρίτερα, πριν από κάτι άλλο που λαμβάνεται ως χρονικό όριο. Για παράδειγμα, η προϋπηρεσία είναι η προηγούμενη εμπειρία που έχει κάποιος σε αντίστοιχη θέση εργασίας με αυτή που κατέχει τώρα ή που διεκδικεί.

προάγγελος

προαιώνιος, -α, -ο

προαισθάνομαι

πρόπερσι

προαγορά

προγαμιαίος, -α, -ο

προβλέπω

προχθές

προαίσθημα

προεόρτιος, -α, -ο

προγυμνάζω

πρόγευση

προμαγειρεμένος, -η, -ο

προδιαγράφω

πρόγνωση

προπτυχιακός, -ή, -ό

προειδοποιώ

πρόγονος

προτελευταίος, -α, -ο

προεξοφλώ

προγύμναση

προτηγανισμένος, -η, -ο

προκαταβάλλω

προεγγραφή

προειδοποίηση

προεξόφληση

προκαταβολή

προκάτοχος

προπάππους, προγιαγιά

προπαραμονή

προσύμφωνο

προϋπηρεσία

ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το μετα-* (π.χ. προεόρτιοςμεθεόρτιος, προπτυχιακόςμεταπτυχιακός).

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Ορισμένες λέξεις με το προ- αναφέρονται σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές ή ιστορικές περιόδους. Για παράδειγμα, τα παιδιά που δεν πηγαίνουν ακόμη σχολείο είναι σε προσχολική ηλικία.

Προέλληνες

προεφηβικός, -ή, -ό

προϊστορία

προϊστορικός, -ή, -ό

προπολεμικός, -ή, -ό

προσχολικός, -ή, -ό

προσωκρατικός, -ή, -ό

✔ Μερικές φορές, στον προφορικό λόγο, το προ- χρησιμοποιείται σε επανάληψη για να δηλώσει την αμέσως προηγούμενη χρονική βαθμίδα (π.χ. προπρογιαγιά, προπροπαραμονή, προπροτελευταίος).

-τυπ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -τυπ- αναφέρονται συνήθως στον τρόπο και στο υλικό με το οποίο κατασκευάζεται ή εκτυπώνεται κάτι. Σπανιότερα, αναφέρονται στον τύπο (έντυπα, εφημερίδες και περιοδικά) και στους τύπους (κανόνες).Το συστατικό -τυπ- προέρχεται από το αρχαίο ουσιαστικό τύπος (= καλούπι). Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-τυπώ [tipó]

Για παράδειγμα, κανείς παρατυπεί όταν παραβλέπει τους τύπους, τους κανόνες.

ζηλοτυπώ (σπάνιο), παρατυπώ, πρωτοτυπώ, στερεοτυπώ (σπάνιο), φωτοτυπώ

Ουσιαστικά

-τύπης [típis]

Για παράδειγμα, ο φωτοτύπης βγάζει φωτοτυπίες, δηλαδή βγάζει αντίγραφα ενός κειμένου με ειδική μέθοδο φωτομηχανικής εκτύπωσης.

λινοτύπης, στερεοτύπης, φωτοτύπης, χρυσοτύπης

-τυπία [tipía]

Για παράδειγμα, η χρυσοτυπία είναι η δημιουργία ενός αντίγραφου χρησιμοποιώντας χρυσό.

εθιμοτυπία, ελαιοτυπία, ελευθεροτυπία (= ελευθερία του τύπου), ζηλοτυπία, ιδιοτυπία, λινοτυπία, μεταξοτυπία, ξυλοτυπία, παρατυπία, σιδηροτυπία, τηλεομοιοτυπία, φωτοτυπία, χαλκοτυπία, χρυσοτυπία

-τυπος [tipos]

Για παράδειγμα, ο σωματότυπος είναι ένας αντιπροσωπευτικός τύπος ανθρώπινου σώματος.

γονότυπος (βιολ.), καρυότυπος (βιολ.), λογότυπος / λογότυπο, σωματότυπος, φαινότυπος (βιολ.)

Επίθετα

-τυπικός [tipikós], -τυπική, -τυπικό

Για παράδειγμα, το φωτοτυπικό μηχάνημα βγάζει φωτοτυπίες, φωτοαντίγραφα.

αρχετυπικός, εθιμοτυπικός, λινοτυπικός, στερεοτυπικός, φωτοτυπικός

-τυπος [tipos], -τυπη, -τυπο

Για παράδειγμα, ο νομότυπος είναι σύμφωνος με το τυπικό μέρος του νόμου, ενώ μια απόδειξη είναι διπλότυπη όταν αποτελείται από δύο όμοια στελέχη.

αρχέτυπος, άτυπος, διπλότυπος, έντυπος, ζηλότυπος, ιδιότυπος, κακέκτυπος, λινότυπος, νομότυπος, πανομοιότυπος, πρότυπος, πρωτότυπος, στερεότυπος, χαλκότυπος

✔ Πολλά από αυτά τα επίθετα έχουν μετατραπεί σε ουσιαστικά (π.χ. πρότυπο, πρωτότυπο, διπλότυπο, στερεότυπο, τηλέτυπο).


6 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.