Λεξισκόπιο: προσελκύω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

προ-σελ-κύ-ω

Μορφολογία

προσελκύω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροσελκύωπροσελκύουμε & προσελκύομε διαλ.
Βπροσελκύειςπροσελκύετε
Γπροσελκύειπροσελκύουν & προσελκύουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπροσέλκυεπροσελκύετε
Ενεστώτας-Μετοχήπροσελκύοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροσέλκυσαπροσελκύσαμε
Βπροσέλκυσεςπροσελκύσατε
Γπροσέλκυσεπροσέλκυσαν & προσελκύσαν προφ. & προσελκύσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροσελκύσωπροσελκύσουμε & προσελκύσομε διαλ.
Βπροσελκύσειςπροσελκύσετε
Γπροσελκύσειπροσελκύσουν & προσελκύσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπροσέλκυσεπροσελκύσετε & προσελκύστε
Αόριστος-Απαρέμφατοπροσελκύσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροσέλκυαπροσελκύαμε
Βπροσέλκυεςπροσελκύατε
Γπροσέλκυεπροσέλκυαν & προσελκύαν προφ. & προσελκύανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροσελκύομαιπροσελκυόμαστε
Βπροσελκύεσαιπροσελκύεστε & προσελκυόσαστε προφ.
Γπροσελκύεταιπροσελκύονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βπροσελκύεστε
Ενεστώτας-Μετοχήπροσελκυόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροσελκύστηκαπροσελκυστήκαμε
Βπροσελκύστηκεςπροσελκυστήκατε
Γπροσελκύστηκεπροσελκύστηκαν & προσελκυστήκαν προφ. & προσελκυστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροσελκυστώπροσελκυστούμε
Βπροσελκυστείςπροσελκυστείτε
Γπροσελκυστείπροσελκυστούν & προσελκυστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπροσελκύσουπροσελκυστείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοπροσελκυστεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροσελκυόμουν & προσελκυόμουνα προφ. προσελκυόμασταν & προσελκυόμαστε
Βπροσελκυόσουν & προσελκυόσουνα προφ. προσελκυόσασταν & προσελκυόσαστε προφ.
Γπροσελκυόταν & προσελκυότανε προφ. προσελκύονταν & προσελκυόντανε προφ. & προσελκυόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήπροσελκυσμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

προσελκύω ρήμ.

  1. Σελκύω1: Η συμφωνική ορχήστρα της Βιέννης προσέλκυσε πλήθος κόσμου στο Μέγαρο της Μουσικής.
  2. Στραβάω4, συγκεντρώνω3: Της άρεσε να προσελκύει την προσοχή.
  3. Σγοητεύω, μαγεύω2, μαγνητίζω: Από μικρή την προσέλκυε η ιδέα να γίνει θεατρίνα.

Προθήματα - Επιθήματα

προσ- [pros]

προσ- [proz] πριν από /β/, /γ/, /δ/, /μ/, /ν/
πρόσ- [prós] ή [próz] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό

Προέρχεται από την πρόθεση προς.

1. Προς ένα σημείο ή προορισμό

Το προσ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι κινείται προς έναν προορισμό ή πλησιάζει σε κάποιο σημείο. Για παράδειγμα, ο πιλότος προσθαλασσώνει το αεροσκάφος όταν το οδηγεί ώστε να ακουμπήσει στην επιφάνεια της θάλασσας.

προσαγωγή (νομ.)

προσάγω (νομ.)

προσανατολισμός

προσανατολίζω

προσγείωση

προσγειώνω

προσεδάφιση

προσδένω

προσέλευση

προσεδαφίζω

προσθαλάσσωση

προσελκύω

πρόσκληση

προσέρχομαι

προσνήωση

προσθαλασσώνω

προσσελήνωση

προσκαλώ

προσλιμενίζομαι

προσσεληνώνω

προστρέχω

προσφεύγω

✔ Πολλές λέξεις με το προσ- έχουν αφηρημένη ή μεταφορική σημασία (π.χ. προσελκύω, προσάγω, προσφεύγω).

2. Μπροστά, κοντά ή δίπλα σε κάτι

Το προσ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι βρίσκεται μπροστά, κοντά ή δίπλα σε κάτι άλλο. Για παράδειγμα ένα αυτοκίνητο κάνει προσπέραση όταν αναπτύσσει ταχύτητα και περνάει μπροστά από κάποιο άλλο.

προσέγγιση

προσγεγραμμένος, -η, -ο (γραμμ.)

προσεγγίζω

προσπέραση

πρόσεδρος, -η, -ο

προσπερνάω/-ώ

προσπέρασμα

προσήλιος, -α, -ο

προσήνεμος, -η, -ο

3. Προσθήκη

Το προσ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν κάτι που υπάρχει ή γίνεται επιπλέον από αυτό που είναι το κανονικό ή το βασικό. Για παράδειγμα, όταν προσαυξάνω ένα ποσό προσθέτω μια επιπλέον αύξηση.

προσαύξηση

πρόσβαρος, -η, -ο

προσαποκτώ

προσμαρτυρία

προσαυξάνω

προσωνυμία

προσδίδω

προσθέτω

προσμαρτυρώ

προσμετράω/-ώ

προσυπογράφω

▶ Λέξεις με το προσ- έχουν και άλλες σημασίες, όπως μικρή διάρκεια (π.χ. πρόσκαιρος, προσωρινός), ομοιότητα (π.χ. προσομοιάζω, προσιδιάζω), σύμφωνη γνώμη με ομάδα (π.χ. πρόσκειμαι, προσχωρώ, προσεταιρίζομαι) κ.ά.

Λέξεις με άλλες σημασίες

Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με το αʹ συστατικό προ-* σε λέξεις όπως προ-σεισμικός, πρό-σημο.


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.