Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
προ-πο-νώ
Μορφολογία
προπονώ ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | προπονώ | προπονούμε |
Β | προπονείς | προπονείτε |
Γ | προπονεί | προπονούν & προπονούνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | προπονώντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | προπόνησα | προπονήσαμε |
Β | προπόνησες | προπονήσατε |
Γ | προπόνησε | προπόνησαν & προπονήσαν προφ. & προπονήσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | προπονήσω | προπονήσουμε & προπονήσομε διαλ. |
Β | προπονήσεις | προπονήσετε |
Γ | προπονήσει | προπονήσουν & προπονήσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | προπόνησε | προπονήσετε & προπονήστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | προπονήσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | προπονούσα | προπονούσαμε |
Β | προπονούσες | προπονούσατε |
Γ | προπονούσε | προπονούσαν & προπονούσανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | προπονούμαι | προπονούμαστε προφ. |
Β | προπονείσαι | προπονείστε |
Γ | προπονείται | προπονούνται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | προπονούμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | προπονήθηκα | προπονηθήκαμε |
Β | προπονήθηκες | προπονηθήκατε |
Γ | προπονήθηκε | προπονήθηκαν & προπονηθήκαν προφ. & προπονηθήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | προπονηθώ | προπονηθούμε |
Β | προπονηθείς | προπονηθείτε |
Γ | προπονηθεί | προπονηθούν & προπονηθούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | προπονήσου | προπονηθείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | προπονηθεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | προπονούμουν προφ. | προπονούμασταν προφ. & προπονούμαστε προφ. |
Β | --- | --- |
Γ | προπονείτο λόγ. & προπονούνταν προφ. | προπονούντο λόγ. & προπονούνταν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | προπονημένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
προπονώ ρήμ.
Σ: προγυμνάζω1 παρωχ., προετοιμάζω3: Οι αθλητές δεν προπονήθηκαν αρκετά.
7 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.