Λεξισκόπιο: πλημμυρίζει

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

πλημ-μυ-ρί-ζει

Μορφολογία

πλημμυρίζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απλημμυρίζωπλημμυρίζουμε & πλημμυρίζομε διαλ.
Βπλημμυρίζειςπλημμυρίζετε
Γπλημμυρίζειπλημμυρίζουν & πλημμυρίζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπλημμύριζεπλημμυρίζετε
Ενεστώτας-Μετοχήπλημμυρίζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απλημμύρισαπλημμυρίσαμε
Βπλημμύρισεςπλημμυρίσατε
Γπλημμύρισεπλημμύρισαν & πλημμυρίσαν προφ. & πλημμυρίσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απλημμυρίσωπλημμυρίσουμε & πλημμυρίσομε διαλ.
Βπλημμυρίσειςπλημμυρίσετε
Γπλημμυρίσειπλημμυρίσουν & πλημμυρίσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπλημμύρισεπλημμυρίσετε & πλημμυρίστε
Αόριστος-Απαρέμφατοπλημμυρίσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απλημμύριζαπλημμυρίζαμε
Βπλημμύριζεςπλημμυρίζατε
Γπλημμύριζεπλημμύριζαν & πλημμυρίζαν προφ. & πλημμυρίζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Παρακείμενος-Μετοχήπλημμυρισμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

πλημμυρίζω ρήμ.

  1. Σκατακλύζω, καλύπτω: Το ποτάμι πλημμύρισε τις γύρω περιοχές.
  2. Σκατακλύζομαι, καλύπτομαι: Το σπίτι πλημμύρισε από τα νερά.

πλημμυρίζει

Σξεχειλίζει, υπερχειλίζει λόγ.


3 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.