Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
πι-στώ-νω
Μορφολογία
πιστώνω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πιστώνω | πιστώνουμε & πιστώνομε διαλ. |
Β | πιστώνεις | πιστώνετε |
Γ | πιστώνει | πιστώνουν & πιστώνουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | πίστωνε | πιστώνετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | πιστώνοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πίστωσα | πιστώσαμε |
Β | πίστωσες | πιστώσατε |
Γ | πίστωσε | πίστωσαν & πιστώσαν προφ. & πιστώσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πιστώσω | πιστώσουμε & πιστώσομε διαλ. |
Β | πιστώσεις | πιστώσετε |
Γ | πιστώσει | πιστώσουν & πιστώσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | πίστωσε | πιστώσετε & πιστώστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | πιστώσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πίστωνα | πιστώναμε |
Β | πίστωνες | πιστώνατε |
Γ | πίστωνε | πίστωναν & πιστώναν προφ. & πιστώνανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πιστώνομαι | πιστωνόμαστε |
Β | πιστώνεσαι | πιστώνεστε & πιστωνόσαστε προφ. |
Γ | πιστώνεται | πιστώνονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | πιστούμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πιστώθηκα | πιστωθήκαμε |
Β | πιστώθηκες | πιστωθήκατε |
Γ | πιστώθηκε | πιστώθηκαν & πιστωθήκαν προφ. & πιστωθήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πιστωθώ | πιστωθούμε |
Β | πιστωθείς | πιστωθείτε |
Γ | πιστωθεί | πιστωθούν & πιστωθούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | πιστώσου | πιστωθείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | πιστωθεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πιστωνόμουν & πιστωνόμουνα προφ. | πιστωνόμασταν & πιστωνόμαστε |
Β | πιστωνόσουν & πιστωνόσουνα προφ. | πιστωνόσασταν & πιστωνόσαστε προφ. |
Γ | πιστωνόταν & πιστωνότανε προφ. | πιστώνονταν & πιστωνόντανε προφ. & πιστωνόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | πιστωμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
πιστώνω ρήμ.
Α: χρεώνω1
4 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.