Λεξισκόπιο: περιορίζεται

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

πε-ρι-ο-ρί-ζε-ται

Μορφολογία

περιορίζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απεριορίζωπεριορίζουμε & περιορίζομε διαλ.
Βπεριορίζειςπεριορίζετε
Γπεριορίζειπεριορίζουν & περιορίζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπεριόριζεπεριορίζετε
Ενεστώτας-Μετοχήπεριορίζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απεριόρισαπεριορίσαμε
Βπεριόρισεςπεριορίσατε
Γπεριόρισεπεριόρισαν & περιορίσαν προφ. & περιορίσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απεριορίσωπεριορίσουμε & περιορίσομε διαλ.
Βπεριορίσειςπεριορίσετε
Γπεριορίσειπεριορίσουν & περιορίσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπεριόρισεπεριορίσετε & περιορίστε
Αόριστος-Απαρέμφατοπεριορίσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απεριόριζαπεριορίζαμε
Βπεριόριζεςπεριορίζατε
Γπεριόριζεπεριόριζαν & περιορίζαν προφ. & περιορίζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απεριορίζομαιπεριοριζόμαστε
Βπεριορίζεσαιπεριορίζεστε & περιοριζόσαστε προφ.
Γπεριορίζεταιπεριορίζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βπεριορίζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήπεριοριζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απεριορίστηκα & περιορίσθηκα λόγ. περιοριστήκαμε & περιορισθήκαμε λόγ.
Βπεριορίστηκες & περιορίσθηκες λόγ. περιοριστήκατε & περιορισθήκατε λόγ.
Γπεριορίστηκε & περιορίσθηκε λόγ. περιορίστηκαν & περιορίσθηκαν λόγ. & περιοριστήκαν προφ. & περιοριστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απεριοριστώ & περιορισθώ λόγ. περιοριστούμε & περιορισθούμε λόγ.
Βπεριοριστείς & περιορισθείς λόγ. περιοριστείτε & περιορισθείτε λόγ.
Γπεριοριστεί & περιορισθεί λόγ. περιοριστούν & περιορισθούν λόγ. & περιορισθούνε λόγ. & περιοριστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπεριορίσουπεριοριστείτε & περιορισθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοπεριοριστεί & περιορισθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απεριοριζόμουν & περιοριζόμουνα προφ. περιοριζόμασταν & περιοριζόμαστε
Βπεριοριζόσουν & περιοριζόσουνα προφ. περιοριζόσασταν & περιοριζόσαστε προφ.
Γπεριοριζόταν & περιοριζότανε προφ. περιορίζονταν & περιοριζόντανε προφ. & περιοριζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήπεριορισμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

περιορίζω ρήμ.

  1. Σμειώνω1, ελαττώνω, λιγοστεύω: Περιορίστε τις σπατάλες. Ααυξάνω, επεκτείνω2, διευρύνω2
  2. Σμαζεύω: Περιόρισε τα λόγια σου.
  3. Σεγκλείω λόγ., κλείνω6: Τους περιόρισαν στο χώρο της αυλής.

περιορίζομαι

Σαρκούμαι: Θα περιοριστώ σε απλές παρατηρήσεις.


7 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.