Λεξισκόπιο: πεζό

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

πε-ζό

Μορφολογία

πεζό ουσ. ουδ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοπεζόταπεζά
Γενικήτουπεζούτωνπεζών
Αιτιατικήτοπεζόταπεζά
Κλητική πεζό πεζά

πεζός επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοπεζόςοιπεζοί
Γενικήτουπεζούτωνπεζών
Αιτιατικήτονπεζότουςπεζούς
Κλητική πεζέ πεζοί
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηπεζήοιπεζές
Γενικήτηςπεζήςτωνπεζών
Αιτιατικήτηνπεζήτιςπεζές
Κλητική πεζή πεζές
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοπεζόταπεζά
Γενικήτουπεζούτωνπεζών
Αιτιατικήτοπεζόταπεζά
Κλητική πεζό πεζά

πεζότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοπεζότεροςοιπεζότεροι
Γενικήτουπεζότερουτωνπεζότερων
Αιτιατικήτονπεζότεροτουςπεζότερους
Κλητική πεζότερε πεζότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηπεζότερηοιπεζότερες
Γενικήτηςπεζότερηςτωνπεζότερων
Αιτιατικήτηνπεζότερητιςπεζότερες
Κλητική πεζότερη πεζότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοπεζότεροταπεζότερα
Γενικήτουπεζότερουτωνπεζότερων
Αιτιατικήτοπεζότεροταπεζότερα
Κλητική πεζότερο πεζότερα

πεζότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοπεζότατοςοιπεζότατοι
Γενικήτουπεζότατουτωνπεζότατων
Αιτιατικήτονπεζότατοτουςπεζότατους
Κλητική πεζότατε πεζότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηπεζότατηοιπεζότατες
Γενικήτηςπεζότατηςτωνπεζότατων
Αιτιατικήτηνπεζότατητιςπεζότατες
Κλητική πεζότατη πεζότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοπεζότατοταπεζότατα
Γενικήτουπεζότατουτωνπεζότατων
Αιτιατικήτοπεζότατοταπεζότατα
Κλητική πεζότατο πεζότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

πεζό ουσ.

Σμικρό1


πεζός ουσ.

Σδιαβάτης2 λογοτ.


πεζός επίθ.

  1. Σπεζογραφικός
  2. Στετριμμένος, κοινότοπος
  3. Ακεφαλαίος

2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.