Λεξισκόπιο: παντρεμένος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

πα-ντρε-μέ-νος

Μορφολογία

παντρεμένος επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοπαντρεμένοςοιπαντρεμένοι
Γενικήτουπαντρεμένουτωνπαντρεμένων
Αιτιατικήτονπαντρεμένοτουςπαντρεμένους
Κλητική παντρεμένε παντρεμένοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηπαντρεμένηοιπαντρεμένες
Γενικήτηςπαντρεμένηςτωνπαντρεμένων
Αιτιατικήτηνπαντρεμένητιςπαντρεμένες
Κλητική παντρεμένη παντρεμένες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοπαντρεμένοταπαντρεμένα
Γενικήτουπαντρεμένουτωνπαντρεμένων
Αιτιατικήτοπαντρεμένοταπαντρεμένα
Κλητική παντρεμένο παντρεμένα

παντρεύω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαντρεύωπαντρεύουμε & παντρεύομε διαλ.
Βπαντρεύειςπαντρεύετε
Γπαντρεύειπαντρεύουν & παντρεύουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπάντρευεπαντρεύετε
Ενεστώτας-Μετοχήπαντρεύοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απάντρεψαπαντρέψαμε
Βπάντρεψεςπαντρέψατε
Γπάντρεψεπάντρεψαν & παντρέψαν προφ. & παντρέψανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαντρέψωπαντρέψουμε & παντρέψομε διαλ.
Βπαντρέψειςπαντρέψετε
Γπαντρέψειπαντρέψουν & παντρέψουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπάντρεψεπαντρέψτε & παντρεύτε προφ.
Αόριστος-Απαρέμφατοπαντρέψει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απάντρευαπαντρεύαμε
Βπάντρευεςπαντρεύατε
Γπάντρευεπάντρευαν & παντρεύαν προφ. & παντρεύανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαντρεύομαιπαντρευόμαστε
Βπαντρεύεσαιπαντρεύεστε & παντρευόσαστε προφ.
Γπαντρεύεταιπαντρεύονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βπαντρεύεστε
Ενεστώτας-Μετοχήπαντρευόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαντρεύτηκαπαντρευτήκαμε
Βπαντρεύτηκεςπαντρευτήκατε
Γπαντρεύτηκεπαντρεύτηκαν & παντρευτήκαν προφ. & παντρευτήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαντρευτώπαντρευτούμε
Βπαντρευτείςπαντρευτείτε
Γπαντρευτείπαντρευτούν & παντρευτούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπαντρέψουπαντρευτείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοπαντρευτεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαντρευόμουν & παντρευόμουνα προφ. παντρευόμασταν & παντρευόμαστε
Βπαντρευόσουν & παντρευόσουνα προφ. παντρευόσασταν & παντρευόσαστε προφ.
Γπαντρευόταν & παντρευότανε προφ. παντρεύονταν & παντρευόντανε προφ. & παντρευόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήπαντρεμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

παντρεύω ρήμ.

  1. Σστεφανώνω2 προφ.
  2. Σσυνταιριάζω, συνδυάζω1: Προσπαθεί να παντρέψει αταίριαστες καταστάσεις.

παντρεύομαι

Σνυμφεύομαι λόγ.

παντρεμένος μτχ.

Σέγγαμος1 λόγ., ύπανδρος λόγ. Αανύπαντρος, άγαμος λόγ.


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.