Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
ο-ρι-ζο-ντι-ώ-νο-μαι
Μορφολογία
οριζοντιώνω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | οριζοντιώνω | οριζοντιώνουμε & οριζοντιώνομε διαλ. |
Β | οριζοντιώνεις | οριζοντιώνετε |
Γ | οριζοντιώνει | οριζοντιώνουν & οριζοντιώνουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | οριζοντίωνε | οριζοντιώνετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | οριζοντιώνοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | οριζοντίωσα | οριζοντιώσαμε |
Β | οριζοντίωσες | οριζοντιώσατε |
Γ | οριζοντίωσε | οριζοντίωσαν & οριζοντιώσαν προφ. & οριζοντιώσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | οριζοντιώσω | οριζοντιώσουμε & οριζοντιώσομε διαλ. |
Β | οριζοντιώσεις | οριζοντιώσετε |
Γ | οριζοντιώσει | οριζοντιώσουν & οριζοντιώσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | οριζοντίωσε | οριζοντιώστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | οριζοντιώσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | οριζοντίωνα | οριζοντιώναμε |
Β | οριζοντίωνες | οριζοντιώνατε |
Γ | οριζοντίωνε | οριζοντίωναν & οριζοντιώναν προφ. & οριζοντιώνανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | οριζοντιώνομαι | οριζοντιωνόμαστε |
Β | οριζοντιώνεσαι | οριζοντιώνεστε & οριζοντιωνόσαστε προφ. |
Γ | οριζοντιώνεται | οριζοντιώνονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | οριζοντιώνεστε |
|
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | οριζοντιώθηκα | οριζοντιωθήκαμε |
Β | οριζοντιώθηκες | οριζοντιωθήκατε |
Γ | οριζοντιώθηκε | οριζοντιώθηκαν & οριζοντιωθήκαν προφ. & οριζοντιωθήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | οριζοντιωθώ | οριζοντιωθούμε |
Β | οριζοντιωθείς | οριζοντιωθείτε |
Γ | οριζοντιωθεί | οριζοντιωθούν & οριζοντιωθούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | οριζοντιώσου | οριζοντιωθείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | οριζοντιωθεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | οριζοντιωνόμουν & οριζοντιωνόμουνα προφ. | οριζοντιωνόμασταν & οριζοντιωνόμαστε |
Β | οριζοντιωνόσουν & οριζοντιωνόσουνα προφ. | οριζοντιωνόσασταν & οριζοντιωνόσαστε προφ. |
Γ | οριζοντιωνόταν & οριζοντιωνότανε προφ. | οριζοντιώνονταν & οριζοντιωνόντανε προφ. & οριζοντιωνόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | οριζοντιωμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
οριζοντιώνομαι ρήμ. προφ.
Σ: ξαπλώνω1, πλαγιάζω
1 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.