Λεξισκόπιο: οξειδώνει

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ο-ξει-δώ-νει

Μορφολογία

οξειδώνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αοξειδώνωοξειδώνουμε & οξειδώνομε διαλ.
Βοξειδώνειςοξειδώνετε
Γοξειδώνειοξειδώνουν & οξειδώνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βοξείδωνεοξειδώνετε
Ενεστώτας-Μετοχήοξειδώνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αοξείδωσαοξειδώσαμε
Βοξείδωσεςοξειδώσατε
Γοξείδωσεοξείδωσαν & οξειδώσαν προφ. & οξειδώσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αοξειδώσωοξειδώσουμε & οξειδώσομε διαλ.
Βοξειδώσειςοξειδώσετε
Γοξειδώσειοξειδώσουν & οξειδώσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βοξείδωσεοξειδώστε
Αόριστος-Απαρέμφατοοξειδώσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αοξείδωναοξειδώναμε
Βοξείδωνεςοξειδώνατε
Γοξείδωνεοξείδωναν & οξειδώναν προφ. & οξειδώνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αοξειδώνομαιοξειδωνόμαστε
Βοξειδώνεσαιοξειδώνεστε & οξειδωνόσαστε προφ.
Γοξειδώνεταιοξειδώνονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βοξειδώνεστε
Ενεστώτας-Μετοχήοξειδούμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αοξειδώθηκαοξειδωθήκαμε
Βοξειδώθηκεςοξειδωθήκατε
Γοξειδώθηκεοξειδώθηκαν & οξειδωθήκαν προφ. & οξειδωθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αοξειδωθώοξειδωθούμε
Βοξειδωθείςοξειδωθείτε
Γοξειδωθείοξειδωθούν & οξειδωθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βοξειδώσουοξειδωθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοοξειδωθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αοξειδωνόμουν & οξειδωνόμουνα προφ. οξειδωνόμασταν & οξειδωνόμαστε
Βοξειδωνόσουν & οξειδωνόσουνα προφ. οξειδωνόσασταν & οξειδωνόσαστε προφ.
Γοξειδωνόταν & οξειδωνότανε προφ. οξειδώνονταν & οξειδωνόντανε προφ. & οξειδωνόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήοξειδωμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

οξειδώνει ρήμ.

Σσκουριάζει1: Η υγρασία οξειδώνει το σίδηρο.


4 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.