Λεξισκόπιο: ολότελα

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ο-λό-τε-λα

Μορφολογία

ολότελα επίρρ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

ολότελα επίρρ. προφ.

Σεντελώς1, απόλυτα, ολοκληρωτικά

Προθήματα - Επιθήματα

ολο- [olo]

ολό- [oló] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
ολ- [ol] πριν από φωνήεν

Προέρχεται από το επίθετο όλος.

1. Αναφορά στην ολότητα

Το ολο- σχηματίζει λέξεις (κυρίως επίθετα) που δηλώνουν ότι μία ιδιότητα χαρακτηρίζει εξολοκλήρου και αποκλειστικά ένα πράγμα ή χαρακτηρίζει το σύνολό του. Για παράδειγμα, το ολοστρόγγυλο είναι εντελώς στρογγυλό· το ολονύχτιο γλέντι διαρκεί ολόκληρη τη νύχτα· το ολόμαλλο πουλόβερ είναι από 100% μαλλί.

ολογραφία

ολάνθιστος, -η, -ο

ολογράφως

ολομέλεια

ολόασπρος, -η, -ο

ολόγυρα

ολόγλυφος, -η, -ο

ολότελα

ολοήμερος, -η, -ο

ολόκαρδος, -η, -ο

ολόκορμος, -η, -ο

ολόμαλλος, -η, -ο

ολόμαυρος, -η, -ο

ολονύκτιος, -α, -ο

ολόξανθος, -η, -ο

ολόπλευρος, -η, -ο

ολοσέλιδος, -η, -ο

ολοστρόγγυλος, -η, -ο

ολόχρυσος, -η, -ο

ολόψυχος, -η, -ο

2. Σε έντονο βαθμό (επιτατικό)

Το ολο- σχηματίζει επίθετα που δηλώνουν ότι μια κατάσταση ή μια ιδιότητα υπάρχει σε έντονο βαθμό. Για παράδειγμα, ο ολοκάθαρος ουρανός είναι πάρα πολύ καθαρός· κάποιος είναι ολομόναχος όταν είναι εντελώς μόνος.

ολάρφανος, -η, -ο, ολόγιομος, -η, -ο, ολόγυμνος, -η, -ο, ολόδροσος, -η, -ο, ολόθερμος, -η, -ο, ολόιδιος, -α, -ο, ολοκάθαρος, -η, -ο, ολόλαμπρος, -η, -ο, ολομόναχος, -η, -ο, ολόρθος, -η, -ο, ολοστόλιστος, -η, -ο, ολοφάνερος, -η, -ο, ολόφρεσκος, -η, -ο, ολόχαρος, -η, -ο

⇨ Για άλλα αʹ συστατικά που δηλώνουν επίταση βλ. γαϊδουρο-*, θεο-*, καρα-*, κατα-*, παν-*, παρα-*, πεντα-*, περι-*, σκυλο-*, τετρα-*, τρι-*, χιλιο-*.


5 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.