Λεξισκόπιο: ολοκληρωμένος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ο-λο-κλη-ρω-μέ-νος

Μορφολογία

ολοκληρωμένος επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοολοκληρωμένοςοιολοκληρωμένοι
Γενικήτουολοκληρωμένουτωνολοκληρωμένων
Αιτιατικήτονολοκληρωμένοτουςολοκληρωμένους
Κλητική ολοκληρωμένε ολοκληρωμένοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηολοκληρωμένηοιολοκληρωμένες
Γενικήτηςολοκληρωμένηςτωνολοκληρωμένων
Αιτιατικήτηνολοκληρωμένητιςολοκληρωμένες
Κλητική ολοκληρωμένη ολοκληρωμένες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοολοκληρωμένοταολοκληρωμένα
Γενικήτουολοκληρωμένουτωνολοκληρωμένων
Αιτιατικήτοολοκληρωμένοταολοκληρωμένα
Κλητική ολοκληρωμένο ολοκληρωμένα

ολοκληρώνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αολοκληρώνωολοκληρώνουμε & ολοκληρώνομε διαλ.
Βολοκληρώνειςολοκληρώνετε
Γολοκληρώνειολοκληρώνουν & ολοκληρώνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βολοκλήρωνεολοκληρώνετε
Ενεστώτας-Μετοχήολοκληρώνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αολοκλήρωσαολοκληρώσαμε
Βολοκλήρωσεςολοκληρώσατε
Γολοκλήρωσεολοκλήρωσαν & ολοκληρώσαν προφ. & ολοκληρώσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αολοκληρώσωολοκληρώσουμε & ολοκληρώσομε διαλ.
Βολοκληρώσειςολοκληρώσετε
Γολοκληρώσειολοκληρώσουν & ολοκληρώσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βολοκλήρωσεολοκληρώστε
Αόριστος-Απαρέμφατοολοκληρώσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αολοκλήρωναολοκληρώναμε
Βολοκλήρωνεςολοκληρώνατε
Γολοκλήρωνεολοκλήρωναν & ολοκληρώναν προφ. & ολοκληρώνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αολοκληρώνομαιολοκληρωνόμαστε
Βολοκληρώνεσαιολοκληρώνεστε & ολοκληρωνόσαστε προφ.
Γολοκληρώνεταιολοκληρώνονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βολοκληρώνεστε
Ενεστώτας-Μετοχήολοκληρούμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αολοκληρώθηκαολοκληρωθήκαμε
Βολοκληρώθηκεςολοκληρωθήκατε
Γολοκληρώθηκεολοκληρώθηκαν & ολοκληρωθήκαν προφ. & ολοκληρωθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αολοκληρωθώολοκληρωθούμε
Βολοκληρωθείςολοκληρωθείτε
Γολοκληρωθείολοκληρωθούν & ολοκληρωθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βολοκληρώσουολοκληρωθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοολοκληρωθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αολοκληρωνόμουν & ολοκληρωνόμουνα προφ. ολοκληρωνόμασταν & ολοκληρωνόμαστε
Βολοκληρωνόσουν & ολοκληρωνόσουνα προφ. ολοκληρωνόσασταν & ολοκληρωνόσαστε προφ.
Γολοκληρωνόταν & ολοκληρωνότανε προφ. ολοκληρώνονταν & ολοκληρωνόντανε προφ. & ολοκληρωνόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήολοκληρωμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

ολοκληρωμένος επίθ.

  1. Σπλήρης2: ολοκληρωμένη εικόνα Αελλιπής
  2. Σώριμος2, συγκροτημένος2: διαμόρφωση ολοκληρωμένων ατόμων
  3. Στελειωμένος: Το έργο δεν είναι ολοκληρωμένο. Αανολοκλήρωτος

ολοκληρώνω ρήμ.

  1. Σσυμπληρώνω2
  2. Σφέρνω εις πέρας λόγ., διεκπεραιώνω1
  3. Στελειώνω2, αποπερατώνω λόγ.: Ο θάνατος τον βρήκε πριν προλάβει να ολοκληρώσει τον πίνακα.

3 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.