Λεξισκόπιο: ξεμπαρκάρω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ξε-μπαρ-κά-ρω

Μορφολογία

ξεμπαρκάρω ρήμ. μόνο ενεργητική

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αξεμπαρκάρωξεμπαρκάρουμε & ξεμπαρκάρομε διαλ.
Βξεμπαρκάρειςξεμπαρκάρετε
Γξεμπαρκάρειξεμπαρκάρουν & ξεμπαρκάρουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βξεμπάρκαρε & ξεμπαρκάριζεξεμπαρκάρετε
Ενεστώτας-Μετοχήξεμπαρκάροντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αξεμπάρκαρα & ξεμπαρκάρισαξεμπαρκάραμε
Βξεμπάρκαρες & ξεμπαρκάρισεςξεμπαρκάρατε
Γξεμπάρκαρε & ξεμπαρκάρισεξεμπάρκαραν & ξεμπαρκάρισαν & ξεμπαρκάραν προφ. & ξεμπαρκάρανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αξεμπαρκάρωξεμπαρκάρουμε & ξεμπαρκάρομε διαλ.
Βξεμπαρκάρειςξεμπαρκάρετε
Γξεμπαρκάρειξεμπαρκάρουν & ξεμπαρκάρουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βξεμπάρκαρε & ξεμπαρκάρισεξεμπαρκάρετε
Αόριστος-Απαρέμφατοξεμπαρκάρει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αξεμπάρκαρα & ξεμπαρκάριζαξεμπαρκάραμε
Βξεμπάρκαρες & ξεμπαρκάριζεςξεμπαρκάρατε
Γξεμπάρκαρε & ξεμπαρκάριζεξεμπάρκαραν & ξεμπαρκάριζαν & ξεμπαρκάραν προφ. & ξεμπαρκάρανε προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

ξεμπαρκάρω ρήμ. προφ.

  1. Αμπαρκάρω1
  2. Σαποβιβάζομαι: Οι ναύτες ξεμπάρκαραν σε κάποιο νησί.

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.