Λεξισκόπιο: ξαφνικά

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ξαφ-νι-κά

Μορφολογία

ξαφνικά επίρρ.

ξαφνικότερα επίρρ. συγκρ.

ξαφνικότατα επίρρ. υπερθ.


ξαφνικός επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοξαφνικόςοιξαφνικοί
Γενικήτουξαφνικούτωνξαφνικών
Αιτιατικήτονξαφνικότουςξαφνικούς
Κλητική ξαφνικέ ξαφνικοί
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηξαφνικήοιξαφνικές
Γενικήτηςξαφνικήςτωνξαφνικών
Αιτιατικήτηνξαφνικήτιςξαφνικές
Κλητική ξαφνική ξαφνικές
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοξαφνικόταξαφνικά
Γενικήτουξαφνικούτωνξαφνικών
Αιτιατικήτοξαφνικόταξαφνικά
Κλητική ξαφνικό ξαφνικά

ξαφνικότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοξαφνικότεροςοιξαφνικότεροι
Γενικήτουξαφνικότερουτωνξαφνικότερων
Αιτιατικήτονξαφνικότεροτουςξαφνικότερους
Κλητική ξαφνικότερε ξαφνικότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηξαφνικότερηοιξαφνικότερες
Γενικήτηςξαφνικότερηςτωνξαφνικότερων
Αιτιατικήτηνξαφνικότερητιςξαφνικότερες
Κλητική ξαφνικότερη ξαφνικότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοξαφνικότεροταξαφνικότερα
Γενικήτουξαφνικότερουτωνξαφνικότερων
Αιτιατικήτοξαφνικότεροταξαφνικότερα
Κλητική ξαφνικότερο ξαφνικότερα

ξαφνικότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοξαφνικότατοςοιξαφνικότατοι
Γενικήτουξαφνικότατουτωνξαφνικότατων
Αιτιατικήτονξαφνικότατοτουςξαφνικότατους
Κλητική ξαφνικότατε ξαφνικότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηξαφνικότατηοιξαφνικότατες
Γενικήτηςξαφνικότατηςτωνξαφνικότατων
Αιτιατικήτηνξαφνικότατητιςξαφνικότατες
Κλητική ξαφνικότατη ξαφνικότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοξαφνικότατοταξαφνικότατα
Γενικήτουξαφνικότατουτωνξαφνικότατων
Αιτιατικήτοξαφνικότατοταξαφνικότατα
Κλητική ξαφνικότατο ξαφνικότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

ξαφνικά επίρρ.

Σέξαφνα, αίφνης1 λόγ.


ξαφνικός επίθ.

Σαιφνίδιος, αναπάντεχος, απρόσμενος, απροσδόκητος, απρόβλεπτος: ξαφνικός θάνατος


ξαφνικό ουσ.

Σλαχτάρα4, συμφορά, δυστυχία2, κακό3


7 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.