Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
ντύ-νω
Μορφολογία
ντύνω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ντύνω | ντύνουμε & ντύνομε διαλ. |
Β | ντύνεις | ντύνετε |
Γ | ντύνει | ντύνουν & ντύνουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | ντύνε | ντύνετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | ντύνοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | έντυσα | ντύσαμε |
Β | έντυσες | ντύσατε |
Γ | έντυσε | έντυσαν & ντύσαν προφ. & ντύσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ντύσω | ντύσουμε & ντύσομε διαλ. |
Β | ντύσεις | ντύσετε |
Γ | ντύσει | ντύσουν & ντύσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | ντύσε | ντύστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | ντύσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | έντυνα | ντύναμε |
Β | έντυνες | ντύνατε |
Γ | έντυνε | έντυναν & ντύναν προφ. & ντύνανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ντύνομαι | ντυνόμαστε |
Β | ντύνεσαι | ντύνεστε |
Γ | ντύνεται | ντύνονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | ντυνόμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ντύθηκα | ντυθήκαμε |
Β | ντύθηκες | ντυθήκατε |
Γ | ντύθηκε | ντύθηκαν & ντυθήκαν προφ. & ντυθήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ντυθώ | ντυθούμε |
Β | ντυθείς | ντυθείτε |
Γ | ντυθεί | ντυθούν & ντυθούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | ντύσου | ντυθείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | ντυθεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ντυνόμουν & ντυνόμουνα προφ. | ντυνόμασταν & ντυνόμαστε |
Β | ντυνόσουν & ντυνόσουνα προφ. | ντυνόσασταν & ντυνόσαστε |
Γ | ντυνόταν & ντυνότανε προφ. | ντύνονταν & ντυνόντανε προφ. & ντυνόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | ντυμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
ντύνω ρήμ.
- Σ: φοράω ρούχα, ενδύω λόγ.: Ντύσε το παιδί και φεύγουμε. Α: ξεντύνω, γδύνω1
- Σ: ράβω2: Τις ηθοποιούς τις ντύνουν συνήθως γνωστοί μόδιστροι.
- Σ: μεταμφιέζω, μασκαρεύω: Τον έντυσαν Ινδιάνο.
- Σ: επενδύω, καλύπτω: Οι πλούσιοι τάφοι είναι ντυμένοι με μάρμαρο.
7 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.