Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
μυ-ρί-ζω
Μορφολογία
μυρίζω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | μυρίζω | μυρίζουμε & μυρίζομε διαλ. |
Β | μυρίζεις | μυρίζετε |
Γ | μυρίζει | μυρίζουν & μυρίζουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | μύριζε | μυρίζετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | μυρίζοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | μύρισα | μυρίσαμε |
Β | μύρισες | μυρίσατε |
Γ | μύρισε | μύρισαν & μυρίσαν προφ. & μυρίσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | μυρίσω | μυρίσουμε & μυρίσομε διαλ. |
Β | μυρίσεις | μυρίσετε |
Γ | μυρίσει | μυρίσουν & μυρίσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | μύρισε | μυρίστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | μυρίσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | μύριζα | μυρίζαμε |
Β | μύριζες | μυρίζατε |
Γ | μύριζε | μύριζαν & μυρίζαν προφ. & μυρίζανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | μυρίζομαι | μυριζόμαστε |
Β | μυρίζεσαι | μυρίζεστε & μυριζόσαστε προφ. |
Γ | μυρίζεται | μυρίζονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
|
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | μυρίστηκα | μυριστήκαμε |
Β | μυρίστηκες | μυριστήκατε |
Γ | μυρίστηκε | μυρίστηκαν & μυριστήκαν προφ. & μυριστήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | μυριστώ | μυριστούμε |
Β | μυριστείς | μυριστείτε |
Γ | μυριστεί | μυριστούν & μυριστούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | μυρίσου | μυριστείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | μυριστεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | μυριζόμουν & μυριζόμουνα προφ. | μυριζόμασταν & μυριζόμαστε |
Β | μυριζόσουν & μυριζόσουνα προφ. | μυριζόσασταν & μυριζόσαστε προφ. |
Γ | μυριζόταν & μυριζότανε προφ. | μυρίζονταν & μυριζόντανε προφ. & μυριζόντουσαν προφ. |
|
Συνώνυμα - Αντίθετα
μυρίζω ρήμ.
- Σ: οσμίζομαι1 λόγ., οσφραίνομαι λόγ.
- Σ: αναδύω μυρωδιά
- Σ: βρομάω, βρομοκοπάω προφ. Α: ευωδιάζω, μοσχοβολάω
μυρίζομαι προφ.
- Σ: παίρνω μυρωδιά προφ., παίρνω είδηση, αντιλαμβάνομαι1: Μπήκε στο σπίτι χωρίς να τον μυριστούν.
- Σ: υποψιάζομαι, υποπτεύομαι: Μυρίζομαι ότι κάτι δεν πάει καλά.
1 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.