Λεξισκόπιο: μικροπρεπής

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

μι-κρο-πρε-πής

Μορφολογία

μικροπρεπής επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήομικροπρεπήςοιμικροπρεπείς
Γενικήτουμικροπρεπούςτωνμικροπρεπών
Αιτιατικήτομικροπρεπήτουςμικροπρεπείς
Κλητική μικροπρεπή & μικροπρεπής μικροπρεπείς
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήημικροπρεπήςοιμικροπρεπείς
Γενικήτηςμικροπρεπούςτωνμικροπρεπών
Αιτιατικήτημικροπρεπήτιςμικροπρεπείς
Κλητική μικροπρεπή & μικροπρεπής μικροπρεπείς
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτομικροπρεπέςταμικροπρεπή
Γενικήτουμικροπρεπούςτωνμικροπρεπών
Αιτιατικήτομικροπρεπέςταμικροπρεπή
Κλητική μικροπρεπές μικροπρεπή

μικροπρεπέστερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήομικροπρεπέστεροςοιμικροπρεπέστεροι
Γενικήτουμικροπρεπέστερουτωνμικροπρεπέστερων
Αιτιατικήτομικροπρεπέστεροτουςμικροπρεπέστερους
Κλητική μικροπρεπέστερε μικροπρεπέστεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήημικροπρεπέστερηοιμικροπρεπέστερες
Γενικήτηςμικροπρεπέστερηςτωνμικροπρεπέστερων
Αιτιατικήτημικροπρεπέστερητιςμικροπρεπέστερες
Κλητική μικροπρεπέστερη μικροπρεπέστερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτομικροπρεπέστεροταμικροπρεπέστερα
Γενικήτουμικροπρεπέστερουτωνμικροπρεπέστερων
Αιτιατικήτομικροπρεπέστεροταμικροπρεπέστερα
Κλητική μικροπρεπέστερο μικροπρεπέστερα

μικροπρεπέστατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήομικροπρεπέστατοςοιμικροπρεπέστατοι
Γενικήτουμικροπρεπέστατουτωνμικροπρεπέστατων
Αιτιατικήτομικροπρεπέστατοτουςμικροπρεπέστατους
Κλητική μικροπρεπέστατε μικροπρεπέστατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήημικροπρεπέστατηοιμικροπρεπέστατες
Γενικήτηςμικροπρεπέστατηςτωνμικροπρεπέστατων
Αιτιατικήτημικροπρεπέστατητιςμικροπρεπέστατες
Κλητική μικροπρεπέστατη μικροπρεπέστατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτομικροπρεπέστατοταμικροπρεπέστατα
Γενικήτουμικροπρεπέστατουτωνμικροπρεπέστατων
Αιτιατικήτομικροπρεπέστατοταμικροπρεπέστατα
Κλητική μικροπρεπέστατο μικροπρεπέστατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

μικροπρεπής επίθ.

Σαναξιοπρεπής Ααξιοπρεπής1

Προθήματα - Επιθήματα

μικρο- [mikro]

μικρό- [mikró] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
μικρ- [mikr] πριν από φωνήεν

Προέρχεται από το επίθετο μικρός.

1. Μικρό μέγεθος

Το μικρο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι ένα πράγμα έχει μικρό μέγεθος. Για παράδειγμα, η μικροσυσκευή είναι μια οικιακή συσκευή με μικρές διαστάσεις (π.χ. τοστιέρα).

μικρόβιο

μικροβιακός, -ή, -ό

μικροέπιπλο

μικροβιολογικός, -ή, -ό

μικρόκοσμος

μικρογράμματος, -η, -ο

μικροοργανισμός

μικρομεσαίος, -α, -ο

μικροσκόπιο

μικροσκοπικός, -ή, -ό

μικροσυσκευή

μικρόσωμος, -η, -ο

μικρόφωνο

μικροφωνικός, -ή, -ό

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ

(ιατρ.) Το μικρο- σχηματίζει λέξεις του ιατρικού λεξιλογίου που δηλώνουν ότι κάποιο μέλος του σώματος είναι μικρό σε μήκος ή σε όγκο λόγω παθολογικής αιτίας.

μικρογλωσσία, μικροδακτυλία, μικροκαρδία, μικροκεφαλία

ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με τα μεγα-*, μεγαλο-* (π.χ. μικροκαρδίαμεγαλοκαρδία).

(επιστημ.) Το μικρο- σχηματίζει λέξεις που αναφέρονται στο μικροσκόπιο (= ειδικό επιστημονικό όργανο για την παρατήρηση πραγμάτων πάρα πολύ μικρών σε μέγεθος και μη ορατών με γυμνό μάτι). Για παράδειγμα, η μικροχειρουργική είναι χειρουργική μέθοδος η οποία εκτελείται με τη βοήθεια μικροσκοπίου.

μικρογονιμοποίηση, μικροχειρουργική

2. Μικρός βαθμός

Το μικρο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι υπάρχει σε μικρό βαθμό ή έχει περιορισμένες δυνατότητες. Για παράδειγμα, ο μικρόμυαλος είναι αυτός που έχει χαμηλή διανοητική ικανότητα, που δεν είναι έξυπνος.

μικρόμυαλος, -η, -ο, μικρονοϊκός, -ή, -ό, μικροπρεπής, -ής, -ές, μικρόψυχος, -η, -ο

ΑΝΤ Ορισμένα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το μεγαλο-* (π.χ. μικρόψυχοςμεγαλόψυχος).

3. Μικρή σημασία

Το μικρο- σχηματίζει ουσιαστικά που δηλώνουν κάτι μικρό και ασήμαντο. Για παράδειγμα, τα μικροέξοδα είναι τα μικρά καθημερινά έξοδα.

μικροατύχημα, μικροδιαφορά, μικροέξοδο, μικροζημιά, μικροπράγματα

⇨ Για λέξεις με παρόμοια σημασία βλ. ψιλο-* (π.χ. ψιλοπράγματα).

4. Χαμηλή θέση

Το μικρο- σχηματίζει ουσιαστικά που δηλώνουν ένα πρόσωπο το οποίο βρίσκεται σε χαμηλή και ασήμαντη θέση ανάμεσα σε άλλα πρόσωπα που έχουν την ίδια ιδιότητα. Για παράδειγμα, ο μικροκαλλιεργητής είναι αγρότης που καλλιεργεί μικρή έκταση γης και έχει συνήθως μικρή σοδειά.

μικρέμπορος, μικροαστός (θηλ. -ή), μικροβιομήχανος, μικροϊδιοκτήτης (θηλ. -τρια), μικροπωλητής (θηλ. -τρια)

ΑΝΤ Ορισμένα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το μεγαλο-* (π.χ. μικροαστόςμεγαλοαστός).

5. Μικρή ηλικία

Το μικρο- σχηματίζει λέξεις που αναφέρονται σε χαρακτηριστικά που δείχνουν μικρή ηλικία ή σε κάτι που συμβαίνει σε μικρή ηλικία. Για παράδειγμα, όταν κάποιος μικροδείχνει φαίνεται νεότερος από την ηλικία του, ενώ όταν ένα παιδί συμπεριφέρεται σαν μεγάλος λέμε ότι είναι μικρομέγαλο.

μικρομάνα

μικρομέγαλος, -η, -ο

μικροδείχνω

μικροπαντρεύω

μικροφέρνω

ΑΝΤ Ορισμένα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το μεγαλο-* (π.χ. μικροδείχνωμεγαλοδείχνω).

6. Περιορισμένο πεδίο μελέτης

(επιστημ.) Το μικρο- σχηματίζει λέξεις του επιστημονικού λεξιλογίου που δηλώνουν ότι το πεδίο έρευνας μιας επιστήμης περιορίζεται σε μια μικρή έκταση του αντικειμένου της. Για παράδειγμα, η μικροοικονομία είναι η μελέτη των οικονομικών σχέσεων και νόμων στο επίπεδο του ενός ατόμου.

μικρογλωσσολογία, μικροδομή, μικρόκλιμα, μικροκοινωνιολογία, μικροοικονομία

ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το μακρο-* (π.χ. μικροοικονομίαμακροοικονομία).

7. Μονάδα μέτρησης

(επιστημ.) Το μικρο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν μια υποδιαίρεση της μονάδας μέτρησης ενός φυσικού μεγέθους κατά 1.000.000 φορές. Για παράδειγμα, ένα μικρογραμμάριο ισούται με ένα εκατομμυριοστό του γραμμαρίου.

μικροαμπέρ, μικροβόλτ, μικρογραμμάριο, μικροώμ

⇨ Για την αντίστοιχη θετική τιμή βλ. μεγα-*.

⇨ Για άλλα αʹ συστατικά που δηλώνουν μονάδα μέτρησης βλ. γιγα-*, κιλο-*, μεγα-*, μιλι-*, νανο-*, πικο-*, τερα-*, χιλιο-*, χιλιοστο-*.

-πρεπ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -πρεπ- δηλώνουν ότι κάτι ταιριάζει ή μοιάζει ως προς κάποια χαρακτηριστικά του με κάτι άλλο.Το συστατικό -πρεπ- προέρχεται από το ρήμα πρέπω (= ταιριάζω). Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ουσιαστικά

-πρέπεια [prépia]

Για παράδειγμα, η θηλυπρέπεια είναι η ιδιότητα ενός άνδρα να μοιάζει με γυναίκα στην εμφάνιση ή στη συμπεριφορά· η ευπρέπεια είναι η κοινωνικά ορθή και αποδεκτή εμφάνιση και συμπεριφορά.

ανδροπρέπεια, αξιοπρέπεια, απρέπεια, αρχαιοπρέπεια, δουλοπρέπεια, ελληνοπρέπεια, ευπρέπεια, θηλυπρέπεια, μεγαλοπρέπεια, μικροπρέπεια, σεμνοπρέπεια

Επίθετα

-πρεπής [prepís], -πρεπής, -πρεπές

Για παράδειγμα, ανδροπρεπής είναι η στάση που θεωρείται ότι ταιριάζει σε άνδρα· κάτι είναι μεγαλοπρεπές όταν διακρίνεται για το μέγεθος και τη λαμπρότητά του.

ανδροπρεπής, αξιοπρεπής, απρεπής, αρχαιοπρεπής, βασιλοπρεπής, δουλοπρεπής, ελληνοπρεπής, ευπρεπής, θηλυπρεπής, μεγαλοπρεπής, μικροπρεπής, σεμνοπρεπής

7 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.