Λεξισκόπιο: μηνύω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

μη-νύ-ω

Μορφολογία

μηνύω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμηνύωμηνύουμε & μηνύομε διαλ.
Βμηνύειςμηνύετε
Γμηνύειμηνύουν & μηνύουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βμήνυεμηνύετε
Ενεστώτας-Μετοχήμηνύοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμήνυσαμηνύσαμε
Βμήνυσεςμηνύσατε
Γμήνυσεμήνυσαν & μηνύσαν προφ. & μηνύσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμηνύσωμηνύσουμε & μηνύσομε διαλ.
Βμηνύσειςμηνύσετε
Γμηνύσειμηνύσουν & μηνύσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βμήνυσεμηνύστε
Αόριστος-Απαρέμφατομηνύσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμήνυαμηνύαμε
Βμήνυεςμηνύατε
Γμήνυεμήνυαν & μηνύαν προφ. & μηνύανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμηνύομαιμηνυόμαστε
Βμηνύεσαιμηνύεστε & μηνυόσαστε προφ.
Γμηνύεταιμηνύονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βμηνύεστε
Ενεστώτας-Μετοχήμηνυόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμηνύθηκαμηνυθήκαμε
Βμηνύθηκεςμηνυθήκατε
Γμηνύθηκεμηνύθηκαν & μηνυθήκαν προφ. & μηνυθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμηνυθώμηνυθούμε
Βμηνυθείςμηνυθείτε
Γμηνυθείμηνυθούν & μηνυθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βμηνύσουμηνυθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατομηνυθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμηνυόμουν & μηνυόμουνα προφ. μηνυόμασταν & μηνυόμαστε
Βμηνυόσουν & μηνυόσουνα προφ. μηνυόσασταν & μηνυόσαστε προφ.
Γμηνυόταν & μηνυότανε προφ. μηνύονταν & μηνυόντανε προφ. & μηνυόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήμηνυμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

μηνύω ρήμ.

Σ: κάνω μήνυση, εγκαλώ: Θα τον μηνύσω για εξύβριση.


2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.