Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
με-τα-πλά-θω
Μορφολογία
μεταπλάθω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | μεταπλάθω | μεταπλάθουμε & μεταπλάθομε διαλ. |
Β | μεταπλάθεις | μεταπλάθετε |
Γ | μεταπλάθει | μεταπλάθουν & μεταπλάθουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | μετάπλαθε | μεταπλάθετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | μεταπλάθοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | μετέπλασα | μεταπλάσαμε |
Β | μετέπλασες | μεταπλάσατε |
Γ | μετέπλασε | μετέπλασαν & μεταπλάσαν προφ. & μεταπλάσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | μεταπλάσω | μεταπλάσουμε & μεταπλάσομε διαλ. |
Β | μεταπλάσεις | μεταπλάσετε |
Γ | μεταπλάσει | μεταπλάσουν & μεταπλάσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | μετάπλασε | μεταπλάσετε & μεταπλάστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | μεταπλάσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | μετέπλαθα | μεταπλάθαμε |
Β | μετέπλαθες | μεταπλάθατε |
Γ | μετέπλαθε | μετέπλαθαν & μεταπλάθαν προφ. & μεταπλάθανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | μεταπλάθομαι | μεταπλαθόμαστε |
Β | μεταπλάθεσαι | μεταπλάθεστε & μεταπλαθόσαστε προφ. |
Γ | μεταπλάθεται | μεταπλάθονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | μεταπλάθεστε |
|
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | μεταπλάστηκα & μεταπλάσθηκα λόγ. | μεταπλαστήκαμε & μεταπλασθήκαμε λόγ. |
Β | μεταπλάστηκες & μεταπλάσθηκες λόγ. | μεταπλαστήκατε & μεταπλασθήκατε λόγ. |
Γ | μεταπλάστηκε & μεταπλάσθηκε λόγ. | μεταπλάστηκαν & μεταπλάσθηκαν λόγ. & μεταπλαστήκαν προφ. & μεταπλαστήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | μεταπλαστώ & μεταπλασθώ λόγ. | μεταπλαστούμε & μεταπλασθούμε λόγ. |
Β | μεταπλαστείς & μεταπλασθείς λόγ. | μεταπλαστείτε & μεταπλασθείτε λόγ. |
Γ | μεταπλαστεί & μεταπλασθεί λόγ. | μεταπλαστούν & μεταπλασθούν λόγ. & μεταπλασθούνε λόγ. & μεταπλαστούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | μεταπλάσου | μεταπλαστείτε & μεταπλασθείτε λόγ. |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | μεταπλαστεί & μεταπλασθεί λόγ. |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | μεταπλαθόμουν & μεταπλαθόμουνα προφ. | μεταπλαθόμασταν & μεταπλαθόμαστε |
Β | μεταπλαθόσουν & μεταπλαθόσουνα προφ. | μεταπλαθόσασταν & μεταπλαθόσαστε προφ. |
Γ | μεταπλαθόταν & μεταπλαθότανε προφ. | μεταπλάθονταν & μεταπλαθόντανε προφ. & μεταπλαθόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | μεταπλασμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
μεταπλάθω ρήμ.
Σ: μεταμορφώνω2: Μεταπλάθει την πραγματικότητα.
2 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.