Λεξισκόπιο: μεταπείθω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

με-τα-πεί-θω

Μορφολογία

μεταπείθω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμεταπείθωμεταπείθουμε & μεταπείθομε διαλ.
Βμεταπείθειςμεταπείθετε
Γμεταπείθειμεταπείθουν & μεταπείθουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βμετάπειθεμεταπείθετε
Ενεστώτας-Μετοχήμεταπείθοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμετέπεισαμεταπείσαμε
Βμετέπεισεςμεταπείσατε
Γμετέπεισεμετέπεισαν & μεταπείσαν προφ. & μεταπείσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμεταπείσωμεταπείσουμε & μεταπείσομε διαλ.
Βμεταπείσειςμεταπείσετε
Γμεταπείσειμεταπείσουν & μεταπείσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βμετάπεισεμεταπείσετε & μεταπείστε
Αόριστος-Απαρέμφατομεταπείσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμετέπειθαμεταπείθαμε
Βμετέπειθεςμεταπείθατε
Γμετέπειθεμετέπειθαν & μεταπείθαν προφ. & μεταπείθανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμεταπείθομαιμεταπειθόμαστε
Βμεταπείθεσαιμεταπείθεστε & μεταπειθόσαστε προφ.
Γμεταπείθεταιμεταπείθονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βμεταπείθεστε
Ενεστώτας-Μετοχήμεταπειθόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμεταπείστηκα & μεταπείσθηκα λόγ. μεταπειστήκαμε & μεταπεισθήκαμε λόγ.
Βμεταπείστηκες & μεταπείσθηκες λόγ. μεταπειστήκατε & μεταπεισθήκατε λόγ.
Γμεταπείστηκε & μεταπείσθηκε λόγ. μεταπείστηκαν & μεταπείσθηκαν λόγ. & μεταπεισθήκανε λόγ. & μεταπειστήκαν προφ. & μεταπειστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμεταπειστώ & μεταπεισθώ λόγ. μεταπειστούμε & μεταπεισθούμε λόγ.
Βμεταπειστείς & μεταπεισθείς λόγ. μεταπειστείτε & μεταπεισθείτε λόγ.
Γμεταπειστεί & μεταπεισθεί λόγ. μεταπειστούν & μεταπεισθούν λόγ. & μεταπεισθούνε λόγ. & μεταπειστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βμεταπείσουμεταπειστείτε & μεταπεισθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατομεταπειστεί & μεταπεισθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμεταπειθόμουν & μεταπειθόμουνα προφ. μεταπειθόμασταν & μεταπειθόμαστε
Βμεταπειθόσουν & μεταπειθόσουνα προφ. μεταπειθόσασταν & μεταπειθόσαστε προφ.
Γμεταπειθόταν & μεταπειθότανε προφ. μεταπείθονταν & μεταπειθόντανε προφ. & μεταπειθόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήμεταπεισμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

μεταπείθω ρήμ.

Σαλλάζω γνώμη2: Όσο κι αν προσπάθησα, δεν μπόρεσα να τον μεταπείσω.

μεταπείθομαι

Σμετανιώνω1


10 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.