Λεξισκόπιο: μαύρο

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

μαύ-ρο

Μορφολογία

μαύρος επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήομαύροςοιμαύροι
Γενικήτουμαύρουτωνμαύρων
Αιτιατικήτομαύροτουςμαύρους
Κλητική μαύρε μαύροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήημαύρηοιμαύρες
Γενικήτηςμαύρηςτωνμαύρων
Αιτιατικήτημαύρητιςμαύρες
Κλητική μαύρη μαύρες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτομαύροταμαύρα
Γενικήτουμαύρουτωνμαύρων
Αιτιατικήτομαύροταμαύρα
Κλητική μαύρο μαύρα

μαυρούλης επίθ. υποκορ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήομαυρούληςοιμαυρούληδες
Γενικήτουμαυρούλητωνμαυρούληδων
Αιτιατικήτομαυρούλητουςμαυρούληδες
Κλητική μαυρούλη μαυρούληδες
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήημαυρούλαοιμαυρούλες
Γενικήτηςμαυρούλας---
Αιτιατικήτημαυρούλατιςμαυρούλες
Κλητική μαυρούλα μαυρούλες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτομαυρούλικοταμαυρούλικα
Γενικήτουμαυρούλικουτωνμαυρούλικων
Αιτιατικήτομαυρούλικοταμαυρούλικα
Κλητική μαυρούλικο μαυρούλικα

μαύρος ουσ. αρσ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήομαύροςοιμαύροι
Γενικήτουμαύρουτωνμαύρων
Αιτιατικήτομαύροτουςμαύρους
Κλητική μαύρε μαύροι

μαύρη ουσ. θηλ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήημαύρηοιμαύρες
Γενικήτηςμαύρηςτωνμαυρών
Αιτιατικήτημαύρητιςμαύρες
Κλητική μαύρη μαύρες

μαύρο ουσ. ουδ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτομαύροταμαύρα
Γενικήτουμαύρουτωνμαύρων
Αιτιατικήτομαύροταμαύρα
Κλητική μαύρο μαύρα

Συνώνυμα - Αντίθετα

μαύρος ουσ.

  1. Σνέγρος
  2.  μειωτ. Σεθνικοσοσιαλιστής, φασίστας1, φασιστόμουτρο υβρ.

μαύρος επίθ.

  1. Σσκουρόχρωμος: μαύρο κρασί Αανοιχτόχρωμος
  2. Σμαυρισμένος, ηλιοκαμένος
  3. Σ: ολικής αλέσεως: μαύρο ψωμί
  4. Σβρόμικος1, λερωμένος, ακάθαρτος: μαύρα νύχια Ακαθαρός1
  5. Σθλιβερός1, δυσάρεστος2: η μαύρη επέτειος της 21ης Απριλίου
  6. Σαρνητικός: μαύρη διαφήμιση
  7. Σνέγρικος: μαύρη μουσική

ΕΚΦ: έχω μαύρα μεσάνυχτα, τα βάφω μαύρα


μαύρο ουσ.

  1. Σ: μαύρο χρώμα, μαυρίλα1
  2.  αργκό Σχασίς, φούντα2 αργκό, χόρτο2 προφ.

6 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.