Λεξισκόπιο: μάταιος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

μά-ται-ος

Μορφολογία

μάταιος επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήομάταιοςοιμάταιοι
Γενικήτουμάταιουτωνμάταιων
Αιτιατικήτομάταιοτουςμάταιους
Κλητική μάταιε μάταιοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήημάταιηοιμάταιες
Γενικήτηςμάταιηςτωνμάταιων
Αιτιατικήτημάταιητιςμάταιες
Κλητική μάταιη μάταιες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτομάταιοταμάταια
Γενικήτουμάταιουτωνμάταιων
Αιτιατικήτομάταιοταμάταια
Κλητική μάταιο μάταια

ματαιότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοματαιότεροςοιματαιότεροι
Γενικήτουματαιότερουτωνματαιότερων
Αιτιατικήτοματαιότεροτουςματαιότερους
Κλητική ματαιότερε ματαιότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηματαιότερηοιματαιότερες
Γενικήτηςματαιότερηςτωνματαιότερων
Αιτιατικήτηματαιότερητιςματαιότερες
Κλητική ματαιότερη ματαιότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοματαιότεροταματαιότερα
Γενικήτουματαιότερουτωνματαιότερων
Αιτιατικήτοματαιότεροταματαιότερα
Κλητική ματαιότερο ματαιότερα

ματαιότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοματαιότατοςοιματαιότατοι
Γενικήτουματαιότατουτωνματαιότατων
Αιτιατικήτοματαιότατοτουςματαιότατους
Κλητική ματαιότατε ματαιότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηματαιότατηοιματαιότατες
Γενικήτηςματαιότατηςτωνματαιότατων
Αιτιατικήτηματαιότατητιςματαιότατες
Κλητική ματαιότατη ματαιότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοματαιότατοταματαιότατα
Γενικήτουματαιότατουτωνματαιότατων
Αιτιατικήτοματαιότατοταματαιότατα
Κλητική ματαιότατο ματαιότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

μάταιος επίθ.

  1. Σανώφελος, άσκοπος: μάταιες προσπάθειες
  2. Σεφήμερος2, προσωρινός1, πρόσκαιρος: μάταιος κόσμος

10 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.