Λεξισκόπιο: λυπημένος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

λυ-πη-μέ-νος

Μορφολογία

λυπάμαι ρήμ. μόνο παθητική

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αλυπάμαι & λυπούμαιλυπούμαστε & λυπόμαστε
Βλυπάσαιλυπάστε & λυπόσαστε προφ.
Γλυπάταιλυπούνται & λυπόνται προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βλυπάστε
Ενεστώτας-Μετοχήλυπούμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αλυπήθηκαλυπηθήκαμε
Βλυπήθηκεςλυπηθήκατε
Γλυπήθηκελυπήθηκαν & λυπηθήκαν προφ. & λυπηθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αλυπηθώλυπηθούμε
Βλυπηθείςλυπηθείτε
Γλυπηθείλυπηθούν & λυπηθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βλυπήσουλυπηθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατολυπηθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αλυπόμουν & λυπόμουνα προφ. λυπόμασταν & λυπόμαστε
Βλυπόσουν & λυπόσουνα προφ. λυπόσασταν & λυπόσαστε προφ.
Γλυπόταν & λυπότανε προφ. λύπονταν & λυπόντανε προφ. & λυπόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήλυπημένος

λυπημένος επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήολυπημένοςοιλυπημένοι
Γενικήτουλυπημένουτωνλυπημένων
Αιτιατικήτολυπημένοτουςλυπημένους
Κλητική λυπημένε λυπημένοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηλυπημένηοιλυπημένες
Γενικήτηςλυπημένηςτωνλυπημένων
Αιτιατικήτηλυπημένητιςλυπημένες
Κλητική λυπημένη λυπημένες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτολυπημένοταλυπημένα
Γενικήτουλυπημένουτωνλυπημένων
Αιτιατικήτολυπημένοταλυπημένα
Κλητική λυπημένο λυπημένα

Συνώνυμα - Αντίθετα

λυπημένος επίθ.

  1. Σθλιμμένος: λυπημένο βλέμμα Αχαρούμενος1
  2. Σλυπητερός: λυπημένοι στίχοι

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.